Η επιλογή είναι του τύπου «ή το αυτοκίνητο ή την τηλεόραση» ποτέ, για παράδειγμα «ή περισσότερο ηλεκτρικό ρεύμα ή μείωση των κινδύνων από την πυρηνική ενέργεια». Οι επιλογές που προτείνονται είναι πάντοτε πλαστές, διότι η περί Τεχνικής συζήτηση εξαντλείται συνήθως στη διαβεβαίωση ότι δεν είναι υποχρεωτικό να επιλέξουμε, εφόσον μπορούμε να καταφέρουμε τα πάντα: να γίνουμε περισσότερο πλούσιοι, πνευματώδεις, ισχυροί, αλληλέγγυοι κ.ο.κ.
Σε διαφορετικό επίπεδο, μπορούμε να πούμε πως οι επιλογές μέσα στην τεχνική κοινωνία γίνονται στο περιθώριο της πραγματικότητας του ανθρώπου που επιλέγει. Ο καταναλωτής μπορεί να επιλέξει από πολλά διαφορετικά αντικείμενα για να καταναλώσει. Ωστόσο, η κατανάλωση υπαγορεύεται και καθορίζεται από τις επενδύσεις, και ο καταναλωτής ποτέ δεν επιλέγει πού θα γίνουν επενδύσεις.
Έτσι, οι προτεινόμενες αναρίθμητες επιλογές (ανάμεσα σε διάφορα ταξίδια και κρουαζιέρες, θεάματα και μηχανές κλπ.) γίνονται πάντοτε στο επίπεδο των τελικών συνεπειών του Συστήματος, ποτέ στις απαρχές του. Γίνονται πάντοτε για πράγματα που μας είναι σχεδόν αδιάφορα (κανείς δεν κόπτεται για το αν είναι υπέρ ή κατά των αντισυλληπτικών) και μάλιστα τις «ντύνουμε» με έντονα χρώματα για να τις κάνουμε να φαίνονται σπουδαίες – πράγμα που αποδεικνύει ότι δεν μας νοιάζουν πραγματικά.
Μπορείτε να διαλέξετε μεταξύ αμέτρητων επαγγελμάτων, όμως στην πραγματικότητα αυτή η επιλογή δεν είναι ποτέ και πουθενά ελεύθερη, επειδή υπάρχουν εξαιρετικά άκαμπτοι μηχανισμοί που την καθορίζουν. Το Τεχνικό Σύστημα περιστέλλει όλες τις επιλογές σε μια και μόνο: «την επιλογή ανάμεσα σε μια μεγαλύτερη ή μικρότερη ταχύτητα μεγέθυνσης. Οι κοινωνικές αλλαγές εμφανίζονται εδώ μόνο ως χρήσιμοι παράγοντες και ως αναγκαίες συνέπειες της λεγόμενης μεγέθυνσης» (Ντε Ζουβενέλ).
Η σύγχρονη μέθοδος, όπως λέει ωραία ο Ντε Ζουβενέλ, είναι «να λαβαίνεις χωρίς να καταλαβαίνεις. Ό,τι έκαναν οι βάρβαροι δηλαδή. Να καταλάβεις μόνο και μόνο για να λάβεις – αυτό δεν είναι παρά η εκλογίκευση της βαρβαρότητας. Κι όμως, αυτό είναι το πνεύμα του πολιτισμού μας. Το πνεύμα του άρπαγα και όχι της φιλίας».
Μήπως όμως υπάρχει ακόμη η δυνατότητα για μια άλλη επιλογή, δηλαδή η δυνατότητα να αντιπαραθέσουμε στις κοινωνικές συνιστώσες οι οποίες αποτελούν παράγοντες τεχνικής μεγέθυνσης και έχουν μόνο εργαλειακή αξία εκείνες που θεωρούμε επιθυμητές και έχουν αξία ως τελικοί σκοποί; Η ολοκλήρωση του Τεχνικού Συστήματος τείνει να καταστήσει αδύνατη και αυτήν την επιλογή. Οι διαφορετικές επιλογές οριοθετούνται από το Σύστημα και προτείνονται σε έναν άνθρωπο που κατακλύζεται από τεχνικές αξίες· είναι αδύνατον να τεθούν σε όλες τους τις διαστάσεις και, επομένως, προσδιορίζονται και καθοδηγούνται από τους τεχνικούς. Ας δούμε αυτά τα σημεία.
Η ελευθερία επιλογής αφορά μια κατάσταση, μια κατάσταση στην οποία «τοποθετούν» τον άνθρωπο.
Δεν είναι ένας αγώνας κατάκτησης της ελευθερίας.
Επιπλέον, ένα σύνολο από καταναγκασμούς αντικαθιστά ένα άλλο, και το Σύστημα καταργεί τη δυνατότητα να μείνει κανείς «έξω», σε απόσταση από όλα αυτά. «Ο άνθρωπος της βιομηχανικής πόλης δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να μείνει έξω, σε απόσταση: είναι αλυσοδεμένος σε αναρίθμητες, μεταβαλλόμενες και πιεστικές κοινωνικές σχέσεις» (Ντε Ζουβενέλ). Πρόκειται γι’ αυτό που άλλοι αποκαλούν αλλοτρίωση. Όμως, αυτές τις αλλαγές δεν τις προκαλεί ο άνθρωπος. Προκύπτουν από την πρόοδο του Συστήματος και αυτές καθορίζουν τον άνθρωπο: ο «πιεστικός» χαρακτήρας τους περιορίζει την ανθρώπινη ελευθερία.
Ο άνθρωπος καθορίζεται ολοένα και περισσότερο από τη θέση του μέσα στο Σύστημα και έχει ολοένα και λιγότερο τη δυνατότητα να το καθορίσει αυτός – κάτι που θα τον καθιστούσε ελεύθερο απέναντι στο Σύστημα. Ο «μέσος» άνθρωπος αδυνατεί να θέσει σωστά τα προβλήματα και τους όρους της επιλογής: είναι ανίκανος γι’ αυτό (όπως λέγεται συνήθως) επιβιώνει ακόμη η μαγική νοοτροπία, ακόμη περισσότερο, επειδή δεν μπορούμε να δούμε τις αρνητικές όψεις των μέσων που χρησιμοποιούμε. Έχουμε τέτοια εμμονή με την ισχύ και την ευτυχία, ώστε είμαστε ανίκανοι να θέσουμε σωστά το πρόβλημα της επιλογής, η οποία προϋποθέτει να βλέπουμε ξεκάθαρα ότι «η επιλογή του Χ συνεπάγεται αναγκαστικά το Ψ». Εδώ λοιπόν βρίσκεται το πρόβλημα, και όχι στην επιλογή ανάμεσα σε ένα προϊόν Χ και ένα προϊόν Ψ, τα οποία έχω άμεσα στη διάθεσή μου. Ο υπολογισμός των συνεπειών είναι ασύλληπτα πολύπλοκος
Επομένως, οι επιλογές δεν είναι ποτέ πραγματικές· αφορούν μόνο ό,τι μας επιτρέπει η τεχνική κοινωνία. Η τελειοποίηση των επιλογών, ο λεγόμενος «εξορθολογισμός του κρατικού προϋπολογισμού», φανερώνει ακόμη περισσότερο ότι οι επιλογές δεν είναι υπόθεση των πολιτών! Στους αναρίθμητους συνδυασμούς των διάφορων παραμέτρων ή αποφάσεων αντιστοιχούν άλλες τόσες εφικτές λύσεις του προβλήματος.
Θα έπρεπε συνεπώς να εξετάσει κανείς την τεχνικο-οικονομική συγκρότηση κάθε απόφασης, μαζί με όλες τις συνέπειές της – πράγμα ασφαλώς αδύνατον. Ακόμη και στο υψηλότερο τεχνικό επίπεδο, οι αποφάσεις λαμβάνονται και οι επιλογές γίνονται στην τύχη. Μπορούμε να πούμε πως όσο περισσότερο αυξάνονται τα μέσα ισχύος, τόσο πιο ανορθολογικές είναι οι αποφάσεις και οι επιλογές σε όλα τα επίπεδα.
Το γεγονός αυτό αποκτά ακόμη σοβαρότερες διαστάσεις όταν έρχεται στο προσκήνιο η απαίτηση για μια ορισμένη ποιότητα ζωής, την οποία δεν μπορεί να ικανοποιήσει η σημερινή Τεχνική. Ο Ντε Ζουβενέλ θέτει το πρόβλημα ως εξής: δεν έχουμε να επιλέξουμε αν θα χτίσουμε ή όχι κατοικίες, αλλά αν θα τις χτίσουμε όσο πιο γρήγορα και φθηνά γίνεται ή με βραδύτερους ρυθμούς, με περισσότερα έξοδα και πιο καλαίσθητα. Με βάση τις σημερινές επιλογές, το επίπεδο της ζωής των Γάλλων θα διπλασιαστεί το 1985, αλλά οι μισοί από αυτούς θα μένουν σε καινούργια σπίτια κάκιστης ποιότητας. Σε τελική ανάλυση οι επιλογές που μας προτείνονται έχουν στην πραγματικότητα επιβληθεί από τα τεχνικά μέσα και από το τεχνικό πνεύμα.
Τι γίνεται λοιπόν με το πρόβλημα των υπαρξιακών επιλογών, όπως, για παράδειγμα, αν θα κάνουμε παιδί ή αν θα προτιμήσουμε την έκτρωση; Είναι ολοφάνερο ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μέσα τα οποία (θεωρητικά, μεταφυσικά) επιτρέπουν στον άνθρωπο να κάνει μια υπαρξιακή επιλογή, αλλά ταυτόχρονα, επειδή εντάσσονται στο Τεχνικό Σύστημα, τα ίδια τα μέσα του αρνούνται τη δυνατότητα μιας τέτοιας επιλογής.
Η γυναίκα που επιλέγει να κάνει έκτρωση ωθείται σε αυτήν την επιλογή, όταν όλα αυτά υπαγορεύονται από την πίστη στη φυσικότητα και στην αντικειμενικότητα της επιστήμης και της Τεχνικής; Μπορεί να υπάρξει ελευθερία επιλογής, όταν όλοι οι επιστήμονες και οι τεχνικοί είναι στραμμένοι προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση; Αρκεί μια σαφής εξήγηση; Ξαναγυρίζουμε στις επιστημονικές ψευδαισθήσεις του 1900. Επιδιώκουμε την απενοχοποίηση βάζοντας τέλος σε μια εν δυνάμει ζωή; Αυτό δεν είναι μια απίστευτη μεγέθυνση της ανευθυνότητας που χαρακτηρίζει το Τεχνικό Σύστημα; Η έκτρωση δεν είναι πράξη ελευθερίας, αλλά η δυνατότητα να σβήνουμε τις συνέπειες των πράξεων μας και, επομένως, να αυξάνουμε την ανευθυνότητα.17
Έρχομαι τώρα στο ανάλογο πρόβλημα της επιλογής του θανάτου
Η Τεχνική μας επιτρέπει να επεκτείνουμε τεχνητά τη ζωή, να κάνουμε, λόγου χάρη, ανάνηψη αλλά και να διατηρούμε στη ζωή ανθρώπους που φυσιολογικά θα ήταν νεκροί. Αυξάνει αυτή η δυνατότητα την ελευθερία; Αυξάνει επίσης την ελευθερία το ότι τα τεχνικά μέσα μάς επιτρέπουν να οδηγήσουμε έναν άνθρωπο στον θάνατο αναισθητοποιώντας τον, τη στιγμή που σε φυσιολογικές συνθήκες θα μπορούσε, όχι χωρίς πόνους ασφαλώς, να έχει ζωντανές τις αισθήσεις του και να αντιμετωπίσει τον θάνατο του συνειδητά; Δεν είναι σαν να κλέβουμε, όπως λένε, την πιο σημαντική στιγμή της ζωής ενός ανθρώπου, τον θάνατό του; Δεν μειώνει αυτό την υπευθυνότητα και την ικανότητα επιλογής μπροστά στη ζωή και τον θάνατο, όπως και στην προηγούμενη περίπτωση;
Το ερώτημα είναι απλό: οι τεχνικές αυξάνουν την ελευθερία στον υπαρξιακό τομέα;
Δεν αρνούμαι ότι μας επιτρέπουν να υποφέρουμε λιγότερο και να επιμηκύνουμε τη ζωή μας. Δεν είναι το θέμα μας, όμως. Το πραγματικό ζήτημα τέθηκε εντυπωσιακά κατά τη διάρκεια του «Συμποσίου για τις Νέες Εξουσίες και τις Νέες Υποχρεώσεις της Επιστήμης» (20-24 Σεπτεμβρίου 1974, Σορβόννη). Αυτό που διαπιστώσαμε κυρίως ήταν ότι επικρατεί η άποψη των τεχνικών: παρά τις όποιες καλές προθέσεις, οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται από τους «αρμόδιους ειδήμονες», που μπορούν να «εκτιμήσουν» την αναγκαιότητα των πειραμάτων, τις πιθανότητες επιβίωσης, την ποιότητα της παρατεινόμενης ζωής κ.ο.κ. Κοντολογίς, ο ίδιος ο ασθενής δεν θα αποφασίζει ουσιαστικά ποτέ. Μόνο ο Τεχνικός!
Στην πραγματικότητα η Τεχνική αυξάνει την ελευθερία – δηλαδή την εξουσία, την ισχύ – του τεχνικού. Η λεγόμενη ελευθερία που μας παρέχει η Τεχνική ανάγεται σε αυτήν τη συγκεκριμένη μεγέθυνση ισχύος· η Τεχνική οδηγεί πάντοτε στη μεγέθυνση του ρόλου του τεχνικού. Ο τεχνικός νομιμοποιείται από την εξειδίκευσή του και θεωρεί ότι στον δικό του τομέα έχει όλα τα δικαιώματα, ακόμη και το δικαίωμα ζωής και θανάτου.
Πρέπει να καταλάβουμε πως αυτό είναι απόλυτα σύμφωνο με την Τεχνική ως περιβάλλον και ως Σύστημα: στο μέτρο που η Τεχνική επιτρέπει την τροποποίηση, την παράκαμψη και την ανάσχεση της φυσικής διαδικασίας (η οποία θα οδηγούσε π.χ. στο θάνατο), είναι προφανές ότι η απόφαση του ανθρώπου μπορεί να πάρει τη θέση της «απόφασης» της «Φύσης». Σε αυτή την περίπτωση όμως, η απόφαση δεν ανήκει στον άμεσα ενδιαφερόμενο άνθρωπο, αλλά στον άνθρωπο που έχει στα χέρια του την Τεχνική. Έχουμε δηλαδή να κάνουμε με άσκηση εξουσίας από άνθρωπο σε άνθρωπο. Γι’ αυτό και παλώνται οικτρά όσοι θέλουν να «δοθεί ο λόγος στον χρήστη ή στον απλό άνθρωπο»!
Για τον ίδιο λόγο τα «ανθρωπιστικά» προβλήματα είναι ψευδή προβλήματα.
Με ποιον τρόπο αυτός ο άνθρωπος (ο πραγματικός άνθρωπος, όχι αυτός που φαντασιώθηκαν ο Σαρτρ ή ο Χάιντεγκερ), θα μπορούσε να ασκήσει αυτεξούσια όλα όσα περιμένουν απ’ αυτόν – δηλαδή να επιλέγει, να κρίνει και να αμφισβητεί την Τεχνική και τους τεχνικούς; Πώς και υπό ποιους όρους θα μπορούσε να δώσει έναν διαφορετικό προσανατολισμό στην Τεχνική από αυτόν που δίνει η Τεχνική στον εαυτό της καθώς αυτομεγεθύνεται; Ποια πρωτοβουλία θα μπορούσε να αναλάβει που να μην είναι πρωτίστως τεχνική;
Επαναλαμβάνω ότι όλα αυτά δεν σημαίνουν πως ο σημερινός άνθρωπος έχει εκμηχανιστεί ολότελα, πως έχει γίνει ρομπότ. Ποτέ δεν έχω πει κάτι τέτοιο. Μπορεί ακόμη να επιλέγει, να αποφασίζει, να τροποποιεί, να προτείνει προσανατολισμούς… πάντοτε όμως μέσα στο τεχνικό πλαίσιο και προς την κατεύθυνση της τεχνικής προόδου. Μπορεί να επιλέγει, ωστόσο οι επιλογές του θα έχουν πάντοτε να κάνουν με δευτερεύοντα στοιχεία και ποτέ με το συνολικό τεχνικό φαινόμενο. Οι κρίσεις του θα καθορίζονται σε τελική ανάλυση από τα τεχνικά κριτήρια, ακόμη κι εκείνες που μοιάζουν ανθρωπιστικές – η συζήτηση γύρω από την αυτοδιαχείριση είναι πολύ χαρακτηριστική ως προς αυτό το σημείο.
Μπορεί να επιλέγει, αλλά μέσα σε ένα σύστημα επιλογών που έχει διαμορφωθεί από την τεχνική διαδικασία. Μπορεί να προτείνει προσανατολισμούς, αλλά πάντοτε σε συνάρτηση με το τεχνικό δεδομένο. Σε καμιά στιγμή δεν βγαίνει έξω από αυτό και τα θεωρητικά συστήματα που κατασκευάζει είναι, σε τελική ανάλυση, πάντοτε εκφράσεις ή δικαιολογήσεις της Τεχνικής (για παράδειγμα, ο στρουκτουραλισμός ή η επιστημολογική έρευνα του Φουκώ).
Είδαμε βέβαια ότι ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει ενσωματωθεί ή προσαρμοστεί ολοκληρωτικά στο Τεχνικό Σύστημα. Όμως, εδώ αρκεί να δει κανείς το γεγονός ότι η παρουσία του ανθρώπου δεν εμποδίζει την τεχνική να συγκροτηθεί σε Σύστημα. Ο άνθρωπος που δρα και σκέφτεται σήμερα δεν στέκεται ως ανεξάρτητο υποκείμενο απέναντι στο τεχνικό αντικείμενο. Βρίσκεται στο Τεχνικό Σύστημα και μετασχηματίζεται ο ίδιος από τον τεχνικό παράγοντα.18 Ο άνθρωπος που χρησιμοποιεί σήμερα την Τεχνική είναι, εξαιτίας αυτού ακριβώς του γεγονότος, εκείνος που την υπηρετεί. Αντίστροφα, μόνο ο άνθρωπος που υπηρετεί την Τεχνική είναι ικανός και να τη χρησιμοποιεί.
@Ζακ Ελλύλ – Το Τεχνικό Σύστημα
@Ζακ Ελλύλ – Το Τεχνικό Σύστημα
Ο Ελλύλ έγραψε “Το Τεχνικό Σύστημα” το 1977, είκοσι τρία χρόνια μετά το “Η Τεχνική ή το Στοίχημα του Αιώνα” (1954), όπου κατέγραφε πιο πρώιμες πτυχές του ίδιου προβληματισμού κι ενώ ακόμα η εποχή της πληροφορικής βρισκόταν στα σπάργανα. Στο “Τεχνικό Σύστημα” συνδιαλέγεται με πολλούς μεγάλους στοχαστές (Χάμπερμας, Αρόν, Ρίχτα, Λεφέβρ, Μποντριγιάρ, Τόφλερ, Μακλούαν, Γκάλμπρεϊθ), ξεχερσώνοντας σταδιακά το ιδεολογικό-φιλοσοφικό τοπίο από όσες θεωρίες του φαίνονται παραπλανητικές, μέχρι να ορίσει τον σύγχρονο κόσμο υπό το πρίσμα του Τεχνικού Συστήματος. [κυκλοφορεί στα ελληνικά]
Tα gadgets απαραίτητα για την επιβίωση στο τεχνικό περιβάλλον
«Τα gadgets» είναι εντελώς απαραίτητα για να τα βγάλει κανείς πέρα σε μια κοινωνία διαρκώς πιο απρόσωπη, τα τονωτικά είναι αναγκαία για τις απαιτούμενες αναπροσαρμογές κ.ο.κ. Κοντολογίς, ο προσανατολισμός των παραγωγικών δυνάμεων προς αυτά τα προϊόντα, που θεωρούνται είδη πολυτελείας ή εντελώς άχρηστα, δεν οφείλεται τόσο στην καπιταλιστική απληστία ή στις ανώμαλες και διαστρεβλωμένες ανάγκες του κοινού, όσο στις ανάγκες που αισθάνεται έντονα ο άνθρωπος μέσα στο εκτεχνικευμένο περιβάλλον. Αν δεν ικανοποιούνταν, απλώς δεν θα άντεχε να ζήσει σ’ αυτό» (σελ.97).
Για τον Ελλύλ, η παραδοσιακή αριστερή κριτική είναι ξεπερασμένη (και τα γράφει αυτά το 1977!), καθώς το Τεχνικό Σύστημα καταργεί τις τάξεις και δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα. Τα προβλήματα δεν οφείλονται στο καπιταλιστικό ή στο κομμουνιστικό σύστημα, ούτε στο κεφάλαιο, τις πολυεθνικές κ.λπ. αλλά σε αυτό το καινούργιο τεχνητό σύμπαν που έχει καταργήσει τη φύση, τις θρησκείες, τα ήθη κι έθιμα ακόμα και τη γλώσσα. «Η Τεχνική προμηθεύει τα gadgets, την τηλεόραση, τα τουριστικά ταξίδια, σαν αντιστάθμισμα για μια άχρωμη ζωή ρουτίνας χωρίς περιπέτεια» (σελ.158). Και ολ’ αυτά καθώς «το καινούργιο περιβάλλον δρα διεισδύοντας και διαλύοντας τα παλιά» (σ.74).
Ανατρεπτική προσέγγιση, προφητικές αναλύσεις
«Μια από τις μεγαλύτερες απώλειες για τον σύγχρονο άνθρωπο αφορά την ικανότητα συμβολισμού. Η ικανότητα συμβολισμού μπορούσε να λειτουργήσει και όντως λειτουργούσε, μόνο μέσα στο φυσικό περιβάλλον […] Ο σύγχρονος άνθρωπος βιώνει λοιπόν τον ακόλουθο σπαραγμό: από τη μία πλευρά, δεν μπορεί να εκμηδενίσει την ικανότητα του συμβολισμού, καθώς έχει εγγραφεί μέσα του επί χιλιετίες – από την άλλη, αυτή η ικανότητα έχει περιπέσει σε κατάσταση αχρηστίας και αναποτελεσματικότητας» (σελ.69). Πέρα όμως από τις απώλειες, μεταβάλλεται και η δομή της κοινωνίας, ενώ «το βέβαιο είναι ότι ο υπολογιστής θα φέρει σε ακόμα περισσότερο προνομιούχο θέση τους τεχνικούς, τους υπερεξειδικευμένους υπαλλήλους και τους νέους, ενώ οι μεσήλικες θα οδηγηθούν εκτός της αγοράς εργασίας, μια και οι δεξιότητές τους θα περιπέσουν σύντομα σε αχρηστία» (σελ.136).
Το εντυπωσιακό είναι πόσο καίρια περιγράφει τις επιπτώσεις του υπολογιστή στη σύγχρονη ζωή, σε μια εποχή όπου, ακόμα, η χρήση του δεν ήταν ούτε κατά διάνοια τόσο διαδεδομένη όσο σήμερα – ο κόσμος που περιγράφει είναι ο σημερινός και τα ερωτήματα που θέτει παραμένουν αναπάντητα: «Οι τεχνικές αυξάνουν την ελευθερία στον υπαρξιακό τομέα;» «Με ποιον τρόπο αυτός ο άνθρωπος (ο πραγματικός άνθρωπος, όχι αυτός που φαντασιώθηκαν ο Σαρτρ ή ο Χάιντεγκερ), θα μπορούσε να ασκήσει αυτεξούσια όλα όσα περιμένουν απ’ αυτόν – δηλαδή να επιλέγει, να κρίνει και να αμφισβητεί την Τεχνική και τους τεχνικούς;» Και, τέλος: «Πώς και υπό ποιους όρους θα μπορούσε να δώσει έναν διαφορετικό προσανατολισμό στην Τεχνική από αυτόν που δίνει η Τεχνική στον εαυτό της, καθώς αυτομεγεθύνεται;»
———–
Παραπομπές
1 Για τον μετασχηματισμό του ανθρώπου από το τεχνικό περιβάλλον, βλ. την εξαιρετική μελέτη: Georges Friedman, Sept études sur l’ homme et la technique, Gonthier, Παρίσι, 1966.
2 Για ένα βιβλίο που είναι πολύ σχετικό με αυτό το θέμα (και με τη σύγχυση μεταξύ Τεχνικής και νέου ανθρωπισμού), βλ. Fernard Canogne – René Ducel, La pédagogie devant le progrès technique, Presses Universitaires de France, Παρίσι 1969. Οι συγγραφείς του εξετάζουν τη θεωρητική και την πρακτική εκπαίδευση που πρέπει να δοθεί στα παιδιά, προκειμένου αυτά να υιοθετήσουν τις τεχνικές αλλαγές και να συνεισφέρουν στην τεχνική πρόοδο. Δείχνουν με ποιον τρόπο η χειρωνακτική εκπαίδευση υποκύπτει στην τεχνική αποτελεσματικότητα, η οποία στηρίζεται στην τεχνική σκέψη, τη λογική δραστηριότητα, τον μεθοδικό συλλογισμό και την τεχνική έρευνα.
Τα παιδιά εκπαιδεύονται να φαντάζονται σχήματα, να κωδικοποιούν όλα τα δεδομένα, ενώ ταυτόχρονα τους παρέχονται τα απαραίτητα κίνητρα ώστε να ενταχθούν στο Σύστημα. Αυτή η αξιόλογη μελέτη αποδεικνύει (άθελά της) ότι ο άνθρωπος που εκπαιδεύεται κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν πρόκειται να κυριαρχήσει ποτέ πάνω στην Τεχνική, διότι εκπαιδεύεται για μια τεχνική, είναι εντελώς προσαρμοσμένος στην Τεχνική και δεν διαθέτει καθόλου κριτικό πνεύμα. Αυτό είναι πολύ πιο καθοριστικό από τις έρευνες που πασχίζουν να αποδείξουν ότι η εκπαίδευση έχει στόχο τη συνέχιση της κυρίαρχης κουλτούρας!
3 Σε σχέση με την αισιόδοξη οπτική του Ρίχτα, ο οποίος πιστεύει πως οι πάντες θα κληθούν να πάρουν μέρος στην επιστημονική και τεχνική ανάπτυξη όταν θα έχουν ελεύθερο χρόνο, το επιθετικό και στρατευμένο βιβλίο του Φιλίπ Ροκπλό είναι πολύ πιο ρεαλιστικό (βλ. Philippe Roqueplo, Le partage du savoir: Science, culture et vulgarisation, Seuil, Παρίσι, 1974). Υποστηρίζει ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει εκλαίκευση της επιστήμης. Αυτό που διαδίδεται ως επιστημονική γνώση από την τηλεόραση, τα βιβλία και τα περιοδικά, δεν έχει καμιά πολιτισμική αξία. Δεν υπάρχει καμιά διάδοσης της γνώσης σε όλον τον κόσμο.
Η επιστημονική γνώση βρίσκεται πάντοτε πάνω και πέρα από τις αποσπασματικές γνώσεις που διαδίδονται. Υπάρχει ποιοτική διαφορά ανάμεσα σε αυτό το θραύσμα γνώσης και στην επιστημονική γνώση ή την κριτική θεωρητική εκπαίδευση. Όλα αυτά είναι θαυμάσια. Αλλά δεν συμφωνώ και τόσο με τον Ροκπλό όταν υποστηρίζει ότι η εκλαίκευση είναι «μια ιδεολογική χειραγώγηση στην υπηρεσία της κυρίαρχης τάξης». Αν πούμε ότι πρόκειται για μια αυθόρμητη λειτουργία ενσωμάτωσης των ανθρώπων στην τεχνική κοινωνία, εντάξει. Αν όμως πούμε πως πρόκειται για σκοτεινό μακιαβελισμό, μια συνειδητή προσπάθεια χειραγώγησης των καταπιεζόμενων, αυτό είναι ιστοριούλα τρίτης κατηγορίας. Ούτε ενστερνίζομαι τις ελαφρώς απλουστευτικές ελπίδες του Ροκπλό ότι με μια πολιτική αλλαγή (το πέρασμα στον σοσιαλισμό!) θα υπάρξει πραγματική και γενικευμένη ισότητα στη γνώση. Αλίμονο, το ζήτημα είναι πολύ πιο πολύπλοκο. Εκτός κι αν, το επαναλαμβάνω αδιάκοπα, το καινούργιο καθεστώς είναι επίσης καθεστώς αρετής!
4 Βλ. τη διεξοδική ανάλυση του Μάμφορντ στο Ο μύθος της Μηχανής.
5 Ασφαλώς δεν πρέπει να αγνοούμε τις δυνάμεις της συγκεκριμένης και εκούσιας ενσωμάτωσης του ανθρώπου στην Τεχνική· για παράδειγμα, ο μεγάλος φόβος ότι θα φακελωθεί ολόκληρη η ζωή των ανθρώπων. Ο Μεσσαντιέ θέτει και αναλύει σωστά αυτό το ζήτημα (βλ. Gérald Messadié, La fin de la vie privée, Calman-Lévy, Παρίσι 1974). Δείχνει το τεράστιο εύρος των αυξανόμενων ελέγχων, τον πολλαπλασιασμό των φακέλων, την «ηλεκτρονική επιδημία» – πράγματα που προκαλούν την έκπτωση των παραδοσιακών νομικών κανόνων, όπως το επαγγελματικό απόρρητο, και την προοδευτική απώλεια, από ψυχολογική άποψη, της αίσθησης της ιδιωτικής σφαίρας.
Γι’ αυτό όμως δεν ευθύνονται μόνο οι τεχνικές αλλά και η μαζική κοινωνία, η κοινωνία του «συνωστισμού». Οι νέοι που «θέλουν» να ζουν σε κοινόβια, που κάνουν «τα πάντα» δημοσίως και χάνουν την αίσθηση της ιδιωτικής ζωής, δεν είναι ούτε καινοτόμοι ούτε επαναστάτες. Αντανακλούν απλώς στο ηθικό και το ψυχολογικό επίπεδο τις συνθήκες ζωής που επιβάλλει η τεχνική κοινωνία. Ο πολλαπλασιασμός των φακέλων, οι οποίοι είναι πλέον περασμένοι σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, είναι οπωσδήποτε τρομακτικός.
Όμως, για μια ακόμη φορά, οι απαντήσεις που δίνονται και οι λύσεις που προτείνονται είναι απογοητευτικές. Ο Μεσσαντιέ καταφεύγει σε κάποια νομικά μέτρα: προσδιορισμός των ορίων που δεν πρέπει να παραβιάζονται· έλεγχος του συγκεντρωτισμού· απαγόρευση δαφημίσεων (σε αυτή την περίπτωση η εξουσία κερδίζει διπλά!), προστασία του απόρρητου… Αλλά ποιος θα μπορέσει να εφαρμόσει τέτοια μέτρα; Ποιος θα περιορίσει τη χρήση των τεχνικών μέσων; Το πρόβλημα δεν είναι η καλή χρήση της Τεχνικής! Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει χωρίς να υπάρξει ριζική αμφισβήτηση, μια και το Τεχνικό Σύστημα είναι ολικό! Ο νόμος έχει χάσει τα ερείσματά του!
6 Η διαφήμιση φανερώνεται ως τεχνική όχι μόνο στις αντικειμενικές πρακτικές της αλλά και στο πνεύμα των ίδιων των διαφημιστών. Αρκεί να θυμηθούμε τη διαφήμιση που διαφήμιζε τη διαφήμιση: «Ο άνθρωπος που δεν πιστεύει στη διαφήμιση είναι ο ίδιος που το 1900 δεν πίστευε στο αυτοκίνητο (ή τον κινηματογράφο, ή το αεροπλάνο)». Το σημείο σύγκρισης είναι πάντοτε ένα τεχνικό αντικείμενο· με άλλα λόγια, αυτό που δεν πιστεύει στη διαφημιστική τεχνική είναι σαν εκείνον που το 1900 δεν πίστευε στη μηχανική τεχνική.
7 Bernard Charbonneau, Le paradoxe de la culture, Denoel, Παρίσι, 1965.
8 Ο Πίτερ Χοφστάτερ μελέτησε επιστημονικά την εκπληκτική μετάλλαξη που προκαλεί στον άνθρωπο η Τεχνική, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο των συνηχήσεων που δημιουργούνται από την εκφώνηση λεκτικών κλιμάκων, πολώσεων και αντιθέσεων – αυτή η μέθοδος δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα εικόνα του τεχνικού ανθρώπου και των αξιών του. Βλ. Peter R. Hoffstatter, «Das Stereotyp der Technik», στο Hans Freyer – Johannes C. Papalekas – Georg Weippert, Technik im technischen Zeitalter, Joachim Schilling, Ντίσελντορφ, 1965
9 Βλ. Cathelin Kaufmann, Le gaspillage de la liberté, Dunod, Παρίσι 1964· Francois de Closets, En danger de progrès, Denoel, Παρίσι 1970.
10 Jean Brun, Le retour de Dionysos, Desclee de Brouwer et Cie, Παρίσι 1969.
11 Πρέπει να υπογραμμίσω μια σημαντικότατη παρατήρηση του Ντε Ζουβενέλ: κατά τους περασμένους αιώνες η παραγωγή ήταν ζωτικής σημασίας, αλλά περιφρονούνταν: «Παραδόξως, η παραγωγή αποκτά μια ηθική υπόσταση χωρίς προηγούμενο, ακριβώς σε μια εποχή όπου τα επιτεύγματά της απευθύνονται σε ανάγκες ολοένα και λιγότερο ζωτικής σημασίας».
12 Για τη μελέτη της σχέσης μεταξύ Ανάγκης και Τεχνικής, παραπέμπω στο εξαιρετικό κείμενο: Eugen Leitherer, «Technik und Konsum», στο Hans Freyer – Johannes C. Papalekas – Georg Weippert (επιμ.),Technik im technischen Zeitalter, Joachim Schilling, Ντίσελντορφ 1965. Ο συγγραφέας του διακρίνει με μεγάλη οξυδέρκεια, αφενός, την εμφάνιση καινούργιων αναγκών που προκύπτουν απλώς από το γεγονός της τεχνικής ανάπτυξης, την τροποποίηση του «καταναλωτικού περιβάλλοντος» από την Τεχνική και, αφετέρου, την τεχνητή δημιουργία αναγκών μέσω της εκούσιας παρέμβασης των πωλητών, η οποία προφανώς έχει πολύ μικρότερη σημασία και βαρύτητα από την πρώτη. Έχει λοιπόν δίκιο να υποστηρίζει ότι οι ανάγκες που δημιουργούνται από την Τεχνική (και στις δύο περιπτώσεις) δεν είναι «αντι-φυσικές» αλλά φαίνεται να αναγγέλλουν μια άλλη «Φύση».
13 Δεν θα αναφερθώ εδώ στη θεωρία του Μαρκούζε για τον «μονοδιάστατο άνθρωπο», διότι αυτή η θεωρία δεν είναι καινούργια. Πολλοί διανοητές πριν από τον Μαρκούζε είχαν πει το ίδιο ακριβώς πράγμα (με πρώτο ίσως τον Αρνώ Νταντιέ το 1929). Ο Μαρκούζε πρόσθεσε απλώς ένα ψευτο-φροϋδομαρξισμό, που απλώς περιπλέκει τα πράγματα χωρίς να συνεισφέρει σε κάτι. Γοητεύει βέβαια, χάρη σε μια φιλοσοφική γλώσσα που δίνει την εντύπωση εμβίθειας ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια διανοητική σύγχυση, και χάρη σε έναν λεκτικό εξτρεμισμό που κάνει τον αναγνώστη να πιστεύει στην επαναστατική στράτευση του συγγραφέα. Ευτυχώς οι ψευδαισθήσεις γύρω από τον Μαρκούζε έχουν αρχίσει να διαλύονται.
14 Βλ. Alfred Willener – Guy Milliard – Alex Ganty, Vidéo et société virtuelle: vidéologie et utopie, Tema-editions, Παρίσι 1972. Είναι φανερό ότι το βίντεο μοιάζει σαν ένα μέσο απελευθέρωσης που οφείλεται στην Τεχνική. Ωστόσο, από μια άλλη άποψη, το βίντεο προκαλεί στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την ενσωμάτωση των ανθρώπων στην Τεχνική. Με το βίντεο οι θεατές «ζουν» το θέαμα, ενώ στις παραδοσιακές μορφές θεάματος υπήρχε η δυνατότητα της αποστασιοποίησης, η αίσθηση ότι αυτό που βλέπουμε «δεν είναι αληθινό». Μπορούσαμε λοιπόν να είμαστε πιο ελεύθεροι. Το βίντεο μάς κάνει να εισδύσουμε στο «βίωμα»: αυτό που έχει σημασία είναι η διαδικασία και όχι το «τελικό θέαμα». Ζώντας αυτήν τη διαδικασία, ταυτιζόμαστε απόλυτα με την κοινωνία που την προτείνει και, κατά συνέπεια, χάνουμε ακόμη περισσότερο τη δυνατότητα αντίδρασης και κριτικής.
15 Βλ. Alvin Toffler, Future Shock, Amereon Ltd., Νέα Υόρκη [ελληνική έκδοση: To σοκ του μέλλοντος(μετάφραση: Έλσα Νικολάου), Κάκτος, Αθήνα 1994, κεφ. 12]· Claudio Finzi, Il potere tecnocratico, Bulzoni,Ρώμη 1977.
16 Σε μια καλή μελέτη, ο Γκαμπόρ δείχνει με ακρίβεια τις δυνατότητες και τους περιορισμούς στις επιλογές, καθώς και την τάση του ανθρώπου να κρίνει τη σημερινή συμπεριφορά του, το περιορισμένο δικαίωμα που έχει να προσδιορίζει τις επιθυμίες του (σε σχέση με την τεχνική κοινωνία) και την απόλυτη απουσία του «δικαιώματος» να κρίνει τα μέσα και τους μακροπρόθεσμους προσανατολισμούς (βλ. Dennis Gabor, «La liberte dans une société industrielle avancée» στο Analyse et Prevision, SEDEIS, Παρίσι 1966). Εννοείται ότι σχετικά με αυτό το κεντρικό θέμα, οι σημαντικότεροι συγγραφείς είναι οι εξής δύο: ο Ρεϊμόν Αρόν (βλ. Les désillusions du progrès, Calman-Lévy, Παρίσι, 1969) και ο Τζον Γκάλμπρεϊθ (βλ. The Affluent Society, Houghton Mifflin, Βοστώνη, 1958).
17 Πραγματεύτηκα μακροσκελώς αυτό το πρόβλημα στον δεύτερο τόμκο του L’Éthique de la liberté. Εδώ απλώς το υπενθυμίζω.
18 Για να καταλάβει κανείς σε ποιον βαθμό ο σύγχρονος άνθρωπος «χειραγωγείται» από την Τεχνική και πόσο πολύ την επιδοκιμάζει, πρέπει να διαβάσει βιβλία όπως: Alain Touraine, Les travailleurs et les chengements techniques, Organisation de coopération et de développement économiques, Ελβετία 1965·Alain Touraine κ.α., Les ouvriers et le progrès technique, Arman Colin, Παρίσι 1966. Οι εργάτες αντιδρούν όλο και λιγότερο στην τεχνική πρόοδο, μιλούν για διεύρυνση των αρμοδιοτήτων τους, νιώθουν ότι αποκτούν υψηλότερη εξειδίκευση και ερμηνεύουν την τεχνική καινοτομία με όρους τεχνικής προόδου, την οποία βλέπουν θετικά, επειδή πιστεύουν ότι ανοίγει καινούργιες δυνατότητες και όλα αυτά παρόλο που διατηρούν μια απαισιόδοξη άποψη για το βιοτικό επίπεδο και για το μέλλον τους. Είναι ένα ιδιαίτερα ενδεικτικό παράδειγμα συμμόρφωσης στην Τεχνική. Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η εξής διαπίστωση: το 1975 τα συνδικάτα της Ανατολικής Γερμανίας θεωρούσαν ότι το εργατικό πρόβλημα θα «λυθεί» με την τεχνική μεγέθυνση και συγκεκριμένα χάρη στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές – κι όχι χάρη σε μια πολιτική αλλαγή και σε οικονομικά μέτρα.
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice
ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΜΑΣ ΥΜΝΟ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ
144
Ἡ Διχόνια, ποὺ βαστάει
ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερὴ
καθενὸς χαμογελάει,
πάρ᾿ το, λέγοντας, κι ἐσύ.
145
Κειὸ τὸ σκῆπτρο ποὺ σᾶς δείχνει,
ἔχει ἀλήθεια ὡραῖα θωριά·
μὴν τὸ πιᾶστε, γιατὶ ρίχνει
εἰσὲ δάκρυα θλιβερά.
146
Ἀπὸ στόμα ὅπου φθονάει,
παλικάρια, ἂς μὴν ῾πωθῇ,
πῶς τὸ χέρι σας κτυπάει
τοῦ ἀδελφοῦ τὴν κεφαλή.
147
Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τους
τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά:
«Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τους,
δὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά».
148
Τέτοια ἀφήστενε φροντίδα·
ὅλο τὸ αἷμα ὁποὺ χυθῇ
γιὰ θρησκεία καὶ γιὰ πατρίδα,
ὅμοιαν ἔχει τὴν τιμή.
149
Στὸ αἷμα αὐτό, ποὺ δὲν πονεῖτε,
γιὰ πατρίδα, γιὰ θρησκειά,
σᾶς ὁρκίζω, ἀγκαλιασθῆτε
σὰν ἀδέλφια γκαρδιακά.
150
Πόσον λείπει, στοχασθῆτε,
πόσο ἀκόμη νὰ παρθῇ
πάντα ἡ νίκη, ἂν ἑνωθῆτε,
πάντα ἐσᾶς θ᾿ ἀκολουθῇ.
Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ
dokimaste
:TERRA VIRTUALIS
Από τότε που διάβαζα δοκίμια για προετοιμασία στην έκθεση έχω να διαβάσω τέτοια μακροσκελή κείμενα….
Κάντε μια περίληψη….
πολύ παράταιρο να βάζετε ζακ ελλύλ έστω και από τον μάγγο(ό,τι να’ναι) στον ορυμαγδό ευκολοκατάπιωτων τρομολαγνικών και απαράδεκτων άναθρων κραυγών που έχετε για ειδήσεις.