Τέσσερεις φωτογραφίες εκκόλαψη = κόλαψη: α) εκκλόαψη ωού = κόλαψη ζωής
β) εκκόλαψη τής συνοχής τής οικονoμίας από τεχνικά μέσα όπως ό κορωνοϊός καί άλλα = αυτόν λέγεται κατάρρευση τής οικονομίας αλλά κατάρρευση είναι καί η συνοχή τού ωού όταν γεννάται ό νεοσσός
γ) εκκόλαψη ατόμου = ατομική ή πυρηνική έκρηξη = κόλαψη τής συνοχής τού σωματιδίου τού ατόμου…. Διακρίνετε τήν σχέση καί τό βαθύ νόημα τής λέξεως κόλαψη, κόλαψ, κολ+άψη (τροφή δι’ έρευνα, καθότι όπως είπαμε μέ τεκμήρια μέ παραδείγματα υφίσταται ό Νόμος τής Πέραν τής Μίας Καταγωγής τών Ελληνικών = Μαθηματικών Λέξεων) καί δ) η Μεγάλη Έκρηξη ή μάλλον Πολλές Μεγάλες Εκρήξεις όπως όρισαν οί Αρχαίοι Έλληνες καί συγχρόνως καλείται Μπίνγ Μμπάμ (από τό πόμπ = bomb = από τό βόμβος = ό ήχος τής βόμβας όταν σφυρά κινούμενη καί δή οίον σφαιροειδές αντικείμενον έν πτώσει καί έν αήρ….)….
Collapse, εκκολαπτήριον, κόλαξ, κόλαση, κόλλα, ίδια ορίζα, Γλωσσολογία καί Νόημα…. Έκρηξη, θραύση, κατάρρευση… Θά εκπλαγείτε!….
Collapse = κατάρρευση…. = κόλαψη ή κόλλαψη….
Εξού καί εκκόλαψη = έκ+κόλαψη…. ήτοι τό «φυτώριον, η αναπαραγωγή, ό πολλαπλασιασμός τινός είδους….
Εκκολαπτήριον οών σέ νεοσσούς…. Εκκολαπτήριον ποδοσφαιριστών τό Παραλίμνι, η Αραδίππου καί η κατεχόμενη Λύση η πατρίδα ατού Γρηγόρη Αυξεντίου κ.ο.κ….
Εκκόλαψη σημαίνει σπάσιμον, θραύση = έκ+σπάσμα, έκ+θραύση…. Όταν ό νεοσσός θραύει τό αυγότσιλον = τσόφλι ωού…. Τσόφλι = παραφθορά τής λέξεως εξώφυλλον…..
Τό λεξικόν τού Ίων Σταματάκου γράφει διά τό ρήμα εκκολάπτω/εκκολάψω: «αποξέω, αποξύνω, βγάζω μέ ξύσιμον, εξαλείφω»…..
Ό νεοσσός δι’ ασκήσεως πίεσης εξαλείφει, αποξέει τό εξώφυλλον τού ωού από μέσα πρός τά έξωθεν…. καί έρχεται η κατάρρευση τής μοριακής συνοχής καί ενότητος τού, εξού είς τήν αγγλική εκκόλαψη/collapce = κατάρρευση…. Ή economy collapse….
Κόλαξ, κολαπτήρ = γλύφανον, κόλαξ = αλοπιάνων, θωπεύων, γλύπτης καί «γλύφτης»….
Κολάπτω = λαξεύω, γλύφω (ή γλείφω), χαράσσω. Διά τά πτηνά δάκνω, σκαλίζω, τσιμπώ διά τού ράμφους (κουκκουφώ = κοκκυφώ = κόκκυξ+αφή ελληνοκυπτιαστί = ραμφίζω σπόρους καί ζωύφια μέ απότομες ραμφολογχίσεις….)…
Αντιλαμβάνεστε ότι ό κόλαξ/κόλακας γλύφει = «γλείφει», σκαλίζει, αγαλματίζει, καλοπειάνει τήν ψυχολογία (υποσυναίσθηση καί υποσυνείδηση) σάς καί τήν καταρρέει αφού τήν μεταπείσει καί τήν ξύσει…. Μέ τήν ίδια έννοια η κόλαση καί η κόλλαση = κόλλα = σέ κολακεύει καί κολλάεις επάνω τής, γίνεσαι υποχείριον τής κόλασης καί κολακείας η οποία σέ έθισε είς τήν γοητεία τής….
Εύκολον = εύ+κόλον. Δύσκολον = δύσ+κόλον. Κόλον είναι τό κάτω μέρος τού εντέρου εξού καί από εκεί καί πέρα κώλος, αλλάζει τό όμικρον σέ ωμέγα…. Η άκρη αυτή ονομάζεται επίσης κολόντερος ή κωλόντερος…. Εύκολον = τό εύπεμπτον (εύπεψη = εύ+πέψη) καί εύκυλον ήτοι αυτόν οπού κυλάει καί καταλήγει χωρίς δυσκολία, δίχως προβλήματα…. Δύσκολον τό δύσπεμπτον (δύσπεψη = δύσ+πέψη, εξού καί pepsi καί pepsi cola = πέπση = όμοιας ορίζας μέ τό πέμπω, πομπή, στέλλω, αποστολή), δύσκυλον, ήτοι αυτόν οπού καταλήγει μέ αργά καί δίχως άνετη διακίνηση….
Απ’ εκεί καί πέρα οί λέξεις εύκολον καί δύσκολον πήραν τήν παραϊδιομματική πληθώρα συγγενικών εννοιών οπού χρησιμοποιούνται σήμερον…. = easy καί hard μέ ησυχία καί μέ σκληρότητα αντιστοίχως = εύκολα καί δύσκολα. Όπως είναι εύκολον, είναι δύσκολον, περνάω εύκολα, περνάω δύσκολα καί πληθώρα άλλων παρόμοιων εννοιών αναλόγως τής χρήσεως καί τού θέματος….
Κόλον σημαίνει καί μέλος…. Όπως Χριστόφορος Κολόμβος = Χριστόν φέρων, Κόλον+βίος = μέλος διά βίου….
Τό κόλον έχει ίδια ορίζα έξ’ αμνημονεύτων ετών μέ τό κυλάω, κύλος, κοίλος, κοιλία….
Απόδειξη ότι τό κόλον φωνητικώς καί οριζικώς έχει σχέση μέ τά παρομοιόφωνα κυλάω καί κοιλάω, ήτοι η κοιλία έχει κυκλικόν σχήμα ήτοι τό σχήμα τού κυλάω δηλοί τής στρογγυλότητος (τροχού) , κοιλώδες καί κυλώδες, απλά αλλάσσουν τά φωνητικά «ι», εξού καί κοιλότητα, κοιλάδα κ.α….. είναι η κολώνα = κολ+ώνα (ή κόλ+ένα, τροφή δι’ έρευνα) η οποία ώς σχήμα είναι κυλινδρική, κύλινδρος μακρυτενής!…. Ακόμη καί τό κάλλος ή «κάλλος» καί μετέπειτα τό καλόν/καλός είναι η μεταφορική, ιδιομματική καί αλληγορική αλλά καί η κυριολεκτική έννοια τού στρογγυλεύματος, κομψοτεχνήματος, τών λέξεων κόλαξ, κολαξέω = ξύω κάτι καί τό κάνω κοίλον = στρογγυλοποιώ…, κολαπτώ = κόλαν/κόλον+άπτω = απτόν = χειροπειαστόν, πραγματιστικόν, συνεπώς κολάπτω σημαίνει κάνω κάτι χειροπειαστώς κοίλον, κυλινδρικόν, σφαιρικόν, στρογγυλόν….
Κόλον σημαίνει κατά μερική ή ολική παραφθορά στρεβλός ένεκα τής κυλινδρικής αλλά σπειροειδής σχηματικής ροής τού εντέρου, κολυώμενος… = στρεβλή υγεία; (τροφή δι’ έρευνα….).
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΙΑΣ
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice