”Όταν γραφόταν η παρούσα μελέτη, δεν ήταν ακόμη αισθητό ότι σε ξένα κέντρα αποφάσεων σχεδιάστηκε όχι μόνο η κατάργηση της Ρωμιοσύνης αλλά και η αλλοίωση της Ορθοδοξίας κατά τα πρότυπα των Δυτικών.
Σήμερα παραδόξως η έρευνα οδηγεί στον Ναπολέοντα και το επιτελείο του ως αρχιτέκτονας όσων πραγματοποιήθηκαν. Αυτός λοιπόν είχε στο επιτελείο του μεταξύ άλλων τον Ρήγα Βελεστινλή και τον Αδαμάντιο Κοραή. Ο Ρήγας προσέφερε σχέδιο Επαναστάσεως και ιδρύσεως ελεύθερης Ρούμελης /Ρωμανίας, που είχε την Κωνσταντινούπολη ως πρωτεύουσα όλων των Ορθοδόξων Χριστιανών που αποτελούσαν το μιλέτ των Ρωμαίων, αλλά και των Μουσουλμάνων. Με εντολή όμως του Ναπολέοντα, ο Κοραής εργάστηκε για την ανατροπή των σχεδίων του Ρήγα, έργο το οποίο συντελέστηκε διά ψηφίσματος της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης του 1827 διά του οποίου αναγνωρίζονταν ως θεμελιώδη τα «άριστα συγγράμματα», οι «λόγοι» και οι «παραγγελίες» του Κοραή.
Είναι εμφανές πλέον ότι το επιτελείο του Ναπολέοντα μερίμνησε για την έκδοση το 1806 του βιβλίου Ελληνική Νομαρχία, ήτοι Λόγος περί ελευθερίας, του οποίου ο συντάκτης αναφέρει ότι «ονομάζομαι ανώνυμος Έλληνας». Αφιερώνει το βιβλίο στον «Ρίγα» (κατά γαλλική ορθογραφία), στην ουσία όμως ανατρέπει το σχέδιο του Ρήγα διά σχεδίου του Ναπολέοντα, το οποίο αργότερα φέρεται ως σχέδιο του Κοραή.
Προς συγκάλυψη της πηγής του σχεδίου, ο συντάκτης επιτίθεται κατά του δυνάστη της Γαλλίας και κατά των θρόνων, υποστηρίζοντας όμως την αριστοκρατία και την φυσική ανισότητα των ανθρώπων, οι οποίες αποτελούν τα θεμέλια των θρόνων. Παραγγέλλει δε στο υπό ίδρυση Ελληνικό Έθνος να δεχτεί τον Κοραή ως ένα των διαδόχων του Ρήγα και νέο Ιπποκράτη και φιλόσοφο, αν και αυτός κατά την εποχή αυτή ήταν αφοσιωμένος στο Ναπολέοντα και στα σχέδιά του. Επίσης παραγγέλλει σε όσους δεν γνωρίζουν ακόμη ότι είναι Έλληνες να ελευθερώσουν τους εαυτούς τους, διότι εάν ελευθερωθούν από άλλους απλώς θα αλλάξουν δυνάστη. Το τελευταίο φανερώνει ότι ο συντάκτης είναι ζηλωτής της απόλυτης και χωρίς όρους ανεξαρτησίας, δηλαδή κανενός πράκτορας. Εύλογο εδώ είναι το ερώτημα γιατί δεν αποκαλύπτει το όνομα αυτού για να τον ακολουθήσουμε, συνιστά όμως τον πράκτορα Κοραή ενώ έχουμε τον ίδιο πράκτορα κανενός;
Το ότι η συγγραφή και η έκδοση του βιβλίου αυτού είναι έργο του επιτελείου του Ναπολέοντα, φαίνεται σαφώς απ’ την πολεμική την οποία επιχειρεί ο «συγγραφέας» εναντίον της ισότητας των ανθρώπων, υποστηρίζοντας ότι και στην αριστοκρατία μπορεί να υπάρχει ελευθερία: «επειδή και στις δύο αυτές διοικήσεις, δηλαδή τη δημοκρατία και την αριστοκρατία, σώζεται η ελευθερία. Αδιάφορη είναι η εκλογή».
Κατά το συντάκτη, η ελευθερία, δηλαδή η Νομαρχία, «χωρίς να θέλει μάταια να κάνει όλους [τους ανθρώπους] δυνατούς, όλους πεπαιδευμένους, όλους πλούσιους, ή το αντίθετο, μετρίασε μόνο με τους νόμους την φυσική ανομοιότητα, και τόσο καλά εξίσωσε τα υπόλοιπα ώστε όπου έκανε να χαίρονται οι άνθρωποι μία πλήρη ομοιότητα, αν και κατά τη φύση ήταν ανόμοιοι». Η ομοιότητα εδώ για όλους επιτυγχάνεται διά της υπακοής στους νόμους, η οποία κάνει εξ’ ίσου ελεύθερους τον αριστοκράτη και τον μη αριστοκράτη, παρ’ όλο που υφίστανται ανομοιότητες μεταξύ των ανθρώπων: «οι άνθρωποι διαφέρουν… μεταξύ τους κατά φυσικό τρόπο». Στην ουσία πρόκειται περί ανατροπής των θεμελίων της δημοκρατίας και ελευθερίας και σαφούς επιστροφής στην μεσαιωνική ρατσιστική φιλοσοφία – θεολογία της τευτονικής ευγένειας της Ευρώπης, η οποία γέννησε τον Καρλομάγνο, τον Ναπολέοντα και τον Χίτλερ.
Είναι κωμική η αγανάκτηση του αριστοκράτη συντάκτη του βιβλίου, διότι ένας ποταπός γεωργικής προέλευσης νέος μπορεί να φτάσει μέχρι το αξίωμα του πατριάρχη. Κωμικά επίσης και ουσιώδη είναι τα διατυπωμένα λάθη περί της οργάνωσης και λειτουργίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, την οποία αντιλαμβάνεται ως όμοια της παπικής. Αγνοώντας το συνοδικό μας σύστημα, θεωρεί ότι οι πατριάρχες Αλεξανδρείας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων «υπόκεινται στον Οικουμενικό πατριάρχη, γι’ αυτό γράφει: «ο γελοιώδης τίτλος οικουμενικός φανερώνει …ότι οι άλλοι τρεις υπόκεινται σε αυτόν. Αυτός λοιπόν διαμοιράζει σε όλες τις επαρχίες του Οθωμανικού κράτους …». Καθόλου δεν υποπτεύεται ο συντάκτης ότι στο χώρο της εν λόγω Αυτοκρατορίας υπάρχουν αυτοκέφαλες και αυτόνομες Εκκλησίες, καθεμία εκ των οποίων έχει δική της σύνοδο προεδρευομένη από πατριάρχη, μητροπολίτη ή αρχιεπίσκοπο και αυτόνομα εκλέγει τους επισκόπους της.
Μία φορά αναφέρει το όνομα «μητρόπολη», αλλά ουδέποτε «μητροπολίτες», ενώ είναι γνωστό ότι κατά την εποχή εκείνη ο μητροπολίτης προέδρευε συνήθως σε σύνοδο, ο δε αρχιεπίσκοπος ως μέλος αυτής της συνόδου ήταν ο πρώτος κατά πρεσβεία επίσκοπος, όπως ακριβώς ο αρχιδιάκονος μεταξύ των διακόνων. Η σύγχυση του συντάκτη όσον αφορά θέματα οργάνωσης της Ορθοδόξου Εκκλησίας ασφαλώς οφείλεται σε πηγές εκ των οποίων αντλεί τις πληροφορίες του, οι οποίες βρίσκονται σε αρχεία κατασκοπίας. Στα αρχεία αυτά βρίσκονται εκτεθειμένες οι αναφορές των «περιηγητών», οι οποίοι συνέλεγαν πληροφορίες κατά τη διάρκεια των ταξιδιών τους, αδυνατώντας να κατανοήσουν ορθά όσα έβλεπαν και άκουγαν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο συντάκτης ομιλεί για «κλάση της ιεροσύνης», ακριβώς διότι έχει υπ’ όψιν του την δική του φραγκική παράδοση κατά την οποία ο κλήρος αποτελούσε ιδιαίτερη τάξη (classe) της οποίας ηγούνταν Φράγκοι επίσκοποι, διαφορετική της classe των ευγενών στην οποία ανήκαν, και της τρίτης κατάστασης στην οποία ανήκαν οι Γαλλορωμαίοι.
Η εκ των χωριών προέλευση των μοναχών, των ανερχομένων μέχρι και της θέσεως του πατριάρχου, τον οδηγεί στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι αυτοί είναι απαίδευτοι, και τούτο διότι στη δική του πατρίδα μόνο οι αριστοκράτες σπουδάζουν σε ανώτερες σχολές για να αποκτήσουν νευραλγικές θέσεις στην Εκκλησία, αν και ήταν γνωστό ότι η Εκκλησία κυβερνούνταν κυρίως από Φράγκους ευγενείας, όπως ακριβώς και το κράτος. Αγνοεί ο συντάκτης ότι εκ των χωρικών αυτών ανεδείχθησαν μέγιστες φυσιογνωμίες της Ορθοδόξου Θεολογίας, λόγω ακριβώς της σπουδής τους εντός των τεραστίων βιβλιοθηκών χειρογράφων των ιερών μονών. Γι’ αυτό ακριβώς γνώριζαν καλύτερα τους πατέρες και την ιστορία της αυτοκρατορίας, παρά οι λατίνοι που μελετούσαν αυτούς με κλείδα ερμηνείας μόνο τον Αυγουστίνο και τους σχολαστικούς τους.
Είναι γνωστό ότι ο εκ γενετής αριστοκράτης δεν μπορεί να αποκρύψει την απέχθεια του για μη αριστοκράτες οι οποίοι καθίστανται ηγέτες. Γι’ αυτό και ο συντάκτης της «Ελληνικής Νομαρχίας» γράφει: «επομένως όλοι οι αρχηγοί της Εκκλησίας κατάγονται από την ίδια ποταπότητα, και οι περισσότεροι είναι αμαθέστατοι». Φαίνεται να αγνοεί ο αριστοκράτης αυτός ότι οι Απόστολοι ήταν «ποταποί» και ο κορυφαίος Πέτρος «αγράμματος».
O συντάκτης επαναλαμβάνοντας τις θέσεις Ναπολέοντος και Κοραή, ισχυρίζεται ότι οι Ελλαδικοί, μετά τόσους αιώνες δουλείας στην Κωνσταντινούπολη, λησμόνησαν ότι είναι Έλληνες και έλαβαν το όνομα Ρωμαίοι. Γιατί όμως ο συντάκτης χρησιμοποιεί το όνομα Έλληνας; Στη Δύση μας γνώριζαν ως «Greci», ενώ στην Ανατολή το «Έλληνας» σήμαινε ειδωλολάτρης. Οι χριστιανοί κάτοικοι του Ελλαδικού θέματος λέγονταν Ελλαδικοί, πολλοί δε Ρωμαίοι είχαν συνηθίσει από την εποχή της Φραγκοκρατίας να ονομάζονται Greci από τους Φράγκους.
Το 1801 ο Ναπολέων έστειλε στο Ελλαδικό το «Σάλπισμα πολεμιστήριο» του οποίου συντάκτης ήταν ο Κοραής, για να προκαλέσει επανάσταση κατά των Τούρκων και να επιτύχει την αποστολή επανδρωμένου στόλου στην Αίγυπτο προς βοήθεια του στρατού του εναντίον των Τούρκων και Άγγλων. Διά του «Σαλπίσματος» προσπαθεί κατά πρώτον να πείσει τους Ελλαδικούς ότι δεν είναι Ρωμαίοι αλλά Έλληνες, οι οποίοι λησμόνησαν το όνομά τους μετά από τόσους αιώνες δουλείας στην Κωνσταντινούπολη.
Πριν το 794 οι Φράγκοι μας ονόμαζαν Romanos, δηλαδή Ρωμαίους, ενώ από το 794, μετά την καταδίκη μας ως αιρετικούς στη σύνοδο της Φρανκφούρτης, άρχισαν να χρησιμοποιούν την ονομασία Grecos, προφασιζόμενοι ότι μόνο Ορθόδοξοι μπορούν να ονομάζονται Ρωμαίοι. Και έτσι τίθεται εύλογα το ερώτημα, γιατί μετά τόσους αιώνες χρήσεως του ονόματος Γραικοί από τους Φράγκους, ο Ναπολέων αποφασίζει να αποκαλέσει τους Ελλαδικούς διά του ονόματος Έλληνες.
Το 1805, ένα έτος πριν την έκδοση της «Ελληνικής νομαρχίας», ο Κοραής εξέδωσε το έργο του «Διάλογος δύο Γραικών διά τις νίκες του Ναπολέοντος», όπου προσπαθεί να πείσει τον αναγνώστη για την ανάγκη εγκατάλειψης της ονομασίας Ρωμαίος, και προκρίσεως στο εξής της ονομασίας Γραικός ή Έλληνας. Ο ίδιος δε υπογραμμίζει την προτίμηση του ονόματος Γραικός, «διότι έτσι μας ονομάζουν όλα τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης», αγνοώντας βεβαίως την αιτία αλλά και αδιαφορώντας για το γεγονός ότι όλοι οι μη Ευρωπαίοι μας ονόμαζαν Ρωμαίους.
Είναι φανερό ότι οι μόνοι οι οποίοι είχαν ειδικό λόγο εξάλειψης των ονομάτων «Γραικός» και «Ρωμαίος» από την Ελλάδα, αν και παρέμεναν εν τούτοις προσωρινά για τα υπόλοιπα μέλη του έθνους, ήταν οι βασιλείς και ευγενείς της Ευρώπης.
Χαρακτηριστικό της σκοπιμότητας απόκρυψης των πραγματικών αιτιών θανάτου του Ρήγα, είναι το γεγονός ότι ο συντάκτης της «Ελληνικής Νομαρχίας» αφιερώνει επτά παραγράφους στην προδοσία του, τονίζοντας σε καθεμιά από αυτές ως αίτιο την τύχη. Βέβαια όμως καθόλου διά της τύχης δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ένας θάνατος, ο οποίος εξυπηρέτησε τα αναφερθέντα ύψιστα συμφέροντα του Ναπολέοντα, αλλά και των άλλων βασιλέων και ευγενών της Ευρώπης.
Όπως είναι γνωστό, επί πολλούς αιώνες οι βασιλείς και ευγενείς της Ευρώπης, όπως και οι Οθωμανοί, κυβερνούσαν τεράστιους πληθυσμούς υποδούλων Ρωμαίων, γι’ αυτό και φοβούνταν το ενδεχόμενο γενικής εξέγερσης της Ρωμαιοσύνης στην Δύση και την Ανατολή. Αυτός δε είναι ο λόγος για τον οποίο ετέθησαν ευνοϊκώς έναντι της λεγομένης «Ελληνικής Επανάστασης», και μόνον όταν εξασφάλισαν τον αρχαιοελληνικό προσανατολισμό της και την αντίθεσή της στη Ρωμαιοσύνη και την πρωτεύουσα αυτής Κωνσταντινούπολη. Άλλωστε και η ευνοϊκή στάση του τσάρου εξηγείται εκ του γεγονότος ότι διά της Ελληνικής Επανάστασης δεν προσβάλλονταν οι διεκδικήσεις του επί της Κωνσταντινούπολης, οι δε Έλληνες δεν αποτελούσαν εμπόδιο στα σχέδιά του. Έγκαιρα ο Ναπολέων είχε εξηγήσει σ’ αυτόν ότι αρχαίοι Έλληνες επρόκειτο να επαναστατήσουν εναντίον των Τούρκων αλλά και κατά του Οικουμενικού πατριαρχείου των Ρωμαίων.
Πολλοί των υποδούλων, επειδή πείσθηκαν ότι δεν πρόκειται ως Ρωμαίοι να τύχουν συμπαράστασης των μεγάλων δυνάμεων και ότι μόνο παριστάνοντας τους αρχαίους Έλληνες μπορούν να ελπίζουν σε τέτοια συμπαράσταση, αποφάσισαν να συμμορφωθούν. Αυτό άλλωστε εννοεί ο Κωστής Παλαμάς όταν γράφει: «Έλληνες, για να ρίχνουμε στάχτη στα μάτια του κόσμου, πραγματικά Ρωμιοί». Ο Ναπολέων και το επιτελείο του επέλεξαν το όνομα «Έλληνας» για το υπό ίδρυση έθνος ήδη από το 1801, αφού το επιβεβαίωσαν το 1806. Και αυτό για να παραμείνει το όνομα «Γραικός» (διά του οποίου από το έτος 794 οι Φράγκοι ονόμαζαν τους ανατολικούς Ρωμαίους για να τους διακρίνουν από τους δυτικούς) για το τμήμα εκείνο των Ρωμαίων το οποίο αποφασίσθηκε να διαδραματίσει το ρόλο των τυράννων. Έτσι θα γινόταν εμφανές ότι οι «Έλληνες» του υπό ίδρυση έθνους ζητούσαν να απελευθερωθούν από τους Ρωμαίους της Κωνσταντινούπολης.
Η πλέον δε κωμική επιτυχία του Ναπολέοντα είναι το γεγονός ότι Έλληνες ιστορικοί αδημονούν για την ημέρα κατά την οποία δε θα έχει μείνει ίχνος Ρωμαιοσύνης, ώστε να ρέει στις φλέβες τους μόνο αρχαίο ελληνικό αίμα.
Παραδόξως, οι Γάλλοι επαναστάτες του 1789 ήταν περήφανοι για την καταγωγή τους από την Ρώμη και από την Πελοπόννησο, διότι οι πρώτοι Ρωμαίοι ιστορικοί, συγγράφοντας μάλιστα στα Ελληνικά, μαρτυρούν ότι η Ρώμη ιδρύθηκε από Πελοποννησίους. Γι’ αυτό ο Ηρακλείδης ο Ποντικός, μαθητής του Πλάτωνα, ονομάζει την Ρώμη «πόλη Ελληνίδα», ο δε Γεώργιος Πλήθων γράφοντας ότι «Έλληνες είμαστε στο γένος», τονίζει ότι οι Πελοποννήσιοι ίδρυσαν την πρεσβυτέρα Ρώμη, ενώ οι Μεγαρείς την νέα Ρώμη, δηλαδή την πόλη Βυζάντιο.”
Π. Ι. Ρωμανίδης
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice
Καλημέρα φίλε μου.
Πολύ καλό το άρθρο σου.
Δεν γνωρίζουμε την ιστορία μας. Δυστυχώς.
Αν γνωρίζαμε το μεγαλείο της Ρωμανίας θα ήμασταν διαφορετικά, γιατί δεν θα ανεχόμασταν αυτά που μας κάνουν.