«…Προδότες είναι και όσοι χώνονται, με τον άλφα ή βήτα τρόπο,
και παίρνουν τις θέσεις και τα πόστα, απ’ αυτούς που πραγματικά το αξίζουν,
κοπροσκυλιάζοντας, χωρίς να παράγουν το ο,τιδήποτε,
και επιπλέον δημιουργούν εμπόδια και προωθούν την σαπίλα και την διαφθορά.»
(Παλαιός)
Θυμήθηκα (μ’ αφορμή τα σοφά λόγια του Παλαιού) μιά παλιά παραστατικότατη ιστορία, που ίσως την ακούσατε κι εσείς σε κάποια εκδοχή. Δεν έχει σημασία αν έγινε, ή πώς έγινε, πάντως είναι μιά καλή αφορμή γιά μιά αναρτησούλα «impromptue» (της στιγμής).
Λοιπόν…
Οι λεμονάδες
Ήταν, λέει, σ’ ένα εργοστάσιο, που (λόγωι λειτουργίας) παρήγαγε αρκετή θερμότητα – κι οι εργαζόμενοι θέλανε να δροσίζονται συχνά. Άρχισαν, λοιπόν, ν’ αγοράζουν λεμονάδες από ένα παρακείμενο κυλικείο.
Επειδή, όμως, η -αποσπασματική- αγορά (δηλ. όποιος ήθελε να πιεί, πήγαινε κι αγόραζε) τους έβγαινε ακριβή, αποφάσισαν ν’ αξιοποιήσουν ένα παλιό, παρατημένο ψυγείο του εργοστασίου, ν’ αγοράζουν λεμονάδες μαζικά από το μάρκετ, καί να τις βάζουν εκεί – πληρώνοντας απλώς το κόστος όσων κατανάλωνε ο καθένας.
Καθάρισαν το ψυγείο, το έβαλαν στην πρίζα, κι ένας φιλότιμος ανέλαβε να φέρει το πρώτο πακέτο λεμονάδες – κι όσο γιά τα λεφτά, «θα τα βρίσκαν μετά».
Το σύστημα άρχισε να δουλεύει μιά χαρά, τα λεφτά συγκεντρωνόντουσαν κι αγόραζαν καινούργιες λεμονάδες, καί ούτω καθ’ εξής.
Ώσπου μιά μέρα, εμφανίστηκε ο μάγκας. Ο «ξύπνιος»! Ο επί Γής θεουτζίκος! Αυτός, που έκανε τη χάρη στην ανθρωπότητα να γεννηθεί!
Λοιπόν, ο μάγκας έπινε κι αυτός απ’ τις έτοιμες λεμονάδες του ψυγείου (διότι αυτές πάντα αγοραζόντουσαν σε περίσσευμα, κι όχι με προπαραγγελία συγκεκριμένου αριθμού), αλλά την ώρα της πληρωμής πάντα έλεγε στον υπεύθυνο: «- Δεν έχω τώρα! Γράφ’ τα, καί σ’ τα χρωστάω!»
Μιά, δυό, τρείς… οι λοιποί εργαζόμενοι άρχισαν να δυσανασχετούν. Στο τέλος, έπαψαν να πληρώνουν καί γιά τις λεμονάδες του «ξύπνιου», διότι δεν ήσαν κορόϊδα· αλλά δεν σταμάτησαν εκεί, έπαψαν γενικώς να πληρώνουν γιά τις λεμονάδες του ψυγείου. Κι όταν καταναλώθηκε κι η τελευταία, όλοι επανήλθαν στα παλιά: κυλικείο κι ακριβότερα!
Το ηθικόν δίδαγμα της ιστορίας, παιδιά μου, είναι μιά ερώτηση:
Ποιός είναι ο μαλάκας της υποθέσεως; (Ο παλιάνθρωπος, ο παρτάκιας, ο προδότης, ο…, ο…, ή ό,τι άλλο θέλετε.)
Ο εργοστασιάρχης, που -έτσι κι αλλοιώς- τους είχε όλους γραμμένους, ζεσταινόντουσαν-δε ζεσταινόντουσαν;
Ο «ξύπνιος», που στο τέλος έκανε ζημιά καί στον εαυτό του;
Ή οι λοιποί εργαζόμενοι (οι φιλότιμοι) ;
Ή οι λοιποί εργαζόμενοι (οι φιλότιμοι) ήταν μαλάκες, επειδή δεν φρόντιζαν να φέρουν (μαζικώς αγορασμένες) λεμονάδες απ’ το σπίτι τους;
Υγ: Καί μιά δεύτερη απορία:
Μήπως η ιστορία αυτή σας θυμίζει κάπως μιά χώρα της νοτιο-ανατολικής Ευρώπης; Έ; Έ;
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice
To κομμα που θα μας κυβερνησει σε λιγο,εφαγε 28 μηνες με αναστολη για παιδεραστια-φιλια.κου-κου.ανοιξε τα ματια σου.οχι εσυ, ολοι.
….το ιδιο γινεται και με τα κοινοχρηστα στις πολυκατοικιες , οσοι πραγματι βαρβαρικης καταγωγης και δη απο φαρες βουλγαρικες του θρασους και πετσενεκοκουτρογηροι δηλαδη αυδη μ αγαδες το παλαι ποτε φερονται ετσι και κουστοματοι και λεηλατες ασυζητητι….τα πουστρονια…