«Στης Σαμοθράκης τις ακτές, φυσά ένας τρομερός αέρας∙
γέμισε ο τόπος μυρωδιές, ταράζονται οι φυλλωσιές
και άλλαξε η ροή της μέρας.
Σαν μυστικά από αλλού ψιθύρισε η θάλασσά της
και σαν τα κύματα βροντούν, πάνω στα βότσαλα ηχούν,
αρχαίοι ύμνοι στα ρηχά της.
Καβείρων θρύλοι χάνονται στα άδυτα των φαραγγιών της
και στα ψηλά των ποταμών, ΄λαφροπατημασιές χορών,
των Νηρηίδων, των παιδιών της.
Ποια δάση, ποιες βουνοκορφές περπάτησαν οι μυημένοι…
Σε ποιους βωμούς, σε ποια ιερά θυσίασαν εκστατικά
σ’ αυτή τη γη τη μαγεμένη…
Ποιοι δαίμονες και ποιοι θεοί την έσπειραν με αγιοσύνη…
Αχ δε χωρούν εδώ θνητοί! Αμύητοι…περαστικοί…
που της ταράζουν τη γαλήνη.»
Το καράβι πλησίαζε στο λιμάνι ενός…βουνού στη μέση της θάλασσας. Το τρομερό όρος Σάος ορθωνόταν προκλητικά κι ένιωσα ένα αεράκι να μου μεταφέρει τους ψιθύρους του: «Εξερεύνησέ με». Ήμουν πολύ ενθουσιασμένη που είχα μπροστά μου την Σαμοθράκη…
Μόλις δέσαμε στο λιμάνι, κοίταξα ψηλά. Οι σχηματισμοί των ορεινών όγκων σε συνδυασμό με το φως μου αποκάλυψαν σε όλο του το μεγαλείο το κεφάλι ενός κοιμώμενου γίγαντα. «Ο φύλακας…», σκέφτηκα. Συνηθίζω πάντοτε να παρατηρώ τους σχηματισμούς των ορέων ή των νεφών κι αυτό που είδα στη Σαμοθράκη με ικανοποίησε για ακόμη μια φορά.
Άρχισα πρώτα λοιπόν την εξερεύνηση και την πληροφόρηση σχετικά με την ιστορία του νησιού. Τις τρεις πρώτες ημέρες τις αφιέρωσα στον αρχαιολογικό της πλούτο. Αρχαιολογικό μουσείο, Ιερό των Μεγάλων Θεών, Παλαιάπολη, παλαιοχριστιανικοί ναοί, πύργοι των Gattilusi (οι οποίοι αποτελούν κομμάτι του οχυρωματικού έργου του ηγεμόνα Παλαμήδη Γατελούζου -1430- που «δανείστηκε» τα μάρμαρα από τον χώρο του Ιερού των Μεγάλων Θεών ως οικοδομικό υλικό ). Έψαξα κάθε γωνιά προσπαθώντας να τη χορτάσω. Έμαθα για τα Καβείρια Μυστήρια, για την θεά Αξίερο (που οι Έλληνες ταύτισαν με τη Δήμητρα), τον Κάδμηλο (που οι Έλληνες ταύτισαν με τον Ερμή), τον Αξιόκερσο και την Αξιόκερσα (θεοί του Κάτω Κόσμου), τους δίδυμους δαίμονες Κάβειρους, για τον πανέμορφο Φονιά και τη Γριά Βάθρα και τόσα άλλα. Σκέφτηκα λοιπόν σ’ αυτό το άρθρο εκτός από το να καταγράψω την καθημερινή ζωή των ντόπιων που τόσους αιώνες έζησαν σ’ αυτόν τον ιερό και παράξενο τόπο, να περιγράψω και αυτό το αποτύπωμα που αφήνει στη ψυχή σου η Σαμοθράκη, να προσεγγίσω το νησί και να το αντιμετωπίσω σαν ένα ζωντανό οργανισμό που ξέρει ότι το περπατούν, αναγνωρίζει τους αμύητους, τιμωρεί, προσφέρει, τρομοκρατεί και μερικές φορές -αν είσαι πιστός- σου ψιθυρίζει τα μυστικά του.
Οι ντόπιοι διηγούνται άγνωστες ιστορίες της Σαμοθράκης.
Έψαχνα λοιπόν όσες μέρες έμεινα εκεί, κάποιον ντόπιο για να ακούσω τις παραδοσιακές ιστορίες που ξέρει να λέει όποιος αγαπά τον τόπο του. Την πρώτη μέρα είχα κατά τύχη αγοράσει ένα βιβλίο με παραδόσεις κι έθιμα της Σαμοθράκης.
Και κάπου εκεί επίσης στην αρχή των διακοπών μου, είχα δει σε μια αφίσα, στο δρόμο, ένα σχεδιάγραμμα, που εξηγούσε πως μπορεί να φτάσει κανείς σ’ ένα σπίτι επάνω στη πανέμορφη Χώρα το οποίο σε προκαλούσε για ένα «ταξίδι στο χρόνο». Παραξενεύτηκα αρκετά και το μυαλό μου άρχισε να κατασκευάζει σενάρια. Αργότερα με χαρά ανακάλυψα ότι η συγγραφέας του βιβλίου που είχα αγοράσει, ήταν και η ιδιοκτήτρια εκείνου του σπιτιού! «Τι πιο ευτυχής σύμπτωση απ’ αυτή!», σκέφτηκα.
Έτσι το απόγευμα κίνησα με ενθουσιασμό για τη Χώρα. Το σπίτι, ξεχασμένο απ’ το χρόνο, πέτρινο, γεμάτο αναμνήσεις, παλιά σκεύη, φωτογραφίες, έπιπλα. Όλο με αγάπη φτιαγμένο από την ιδιοκτήτρια του, τη Σαμοθρακίτισσα κ. Μαρία Βερβέρη-Krause, ξενιτεμένη εδώ και χρόνια στη Γερμανία, που έρχεται στην Ελλάδα κάθε καλοκαίρι για να στήσει το προσωπικό της μουσείο, μεταφέροντας όλα εκείνα τα πράγματα κάθε χρόνο από την Αλεξανδρούπολη, όπου κατοικεί η μητέρα της, στη Σαμοθράκη. Στα τέλη του καλοκαιριού, τα μαζεύει πάλι όλα και τα πηγαίνει πίσω στην Αλεξανδρούπολη. Χρόνια τώρα αποδεικνύει έτσι το μεράκι για τον τόπο της. Φυσικά το επισκέπτεται όποιος θέλει, με ξεναγό την κ. Μαρία και είσοδο ελεύθερη. Είπαμε πολλά με αυτή τη κυρία, μου είπε ιστορίες του τόπου της, που τις γράφει και στο βιβλίο της. Περίεργη να μάθω όσα πιο πολλά μπορώ για τους τοπικούς θρύλους, τη ρώτησα:
«Κυρία Μαρία έχετε ιστορίες εδώ στο νησί από τα παλιά χρόνια για νεράιδες, μάγισσες ή στοιχειά;»
«Πώς δεν έχουμε!», μου είπε κι άρχισε να μου τραγουδά ένα…νανούρισμα που ‘λέγαν οι μανάδες στα παιδιά τους για να ηρεμήσουν και να κοιμηθούν, ενώ παράλληλα περιέγραφε τα λόγια με κινήσεις του σώματος και βλέμμα χαμένο στα παλιά…
»Σουπάτι , σουπάτι κι’ αρχόντιν βιρβιλούδις στου Δισπότ’ τη βρύση,
λούζουντι χτινίζουντι κι στραβουφακουλίζουντι.
Κι ακουνούνι τις μαχαίριες για να σφάξουν τις μητέρες.
Κι ακουνούνι τα σπαθιά για να σφάξουν τα παιδιά!!»
Και συνεχίζει στο βιβλίο της:
»Αυτό βέβαια δεν ήταν νανούρισμα, αλλά φοβέρα.
«Μ’ καλά καταλαγιάζαν τα φνούδια να κμηθούν; Δε καταλαγιάζαν, γιάκου οι μάνις τα φουουφίζαν. Μάαβιιζι του μάτι τα απ’ ντ’ ακατακαθσιά»
(Δεν ησύχαζαν τα ζωηρά παιδιά να κοιμηθούν, γι’ αυτό οι μητέρες τα φοβέριζαν. Απελπίζονταν απ’ τη ζωηράδα τους).
Και παρακάτω εξηγεί τι ήταν οι «βερβελούδες»:
«Σύμφωνα με το τραγούδι, οι βιρβιλούδις ήταν γυναίκες, κάτι σαν νεράιδες, που έρχονταν από μακριά. Στραβοφακολίζονται. Περιποιούνται το κεφάλι τους, φορούν φακιόλι, άρα είναι μεγάλης ηλικίας. (Φακόλι» ή «φακιόλι» ήταν μια μαντίλα, με ένα ειδικό βραχιόλι πάνινο, με διάμετρο περίπου 10 εκατοστά, όσο το καρπόχειρο. Τα έβαζαν στο κεφάλι και μετά, ρίχναν κανονικά τη μαντίλα και τη έδεναν στο λαιμό, όπως ξέρουμε.)
Το τραγούδι αυτό πρέπει να έρχεται απ’ τα βάθη των χρόνων, γιατί τα φακιόλια τα αφορούσαν μέχρι το 1880 περίπου. Λίγες γριές τα φορούσαν ως το 1948 περίπου. Η γιαγιά η Αλεξάνδρα, το φορούσε ως τα βαθιά γεράματά της. Είχε το παρατσούκλι «φακόλα» γιατί ήταν η μοναδική πια που φορούσε φακιόλι.»
Για του «Δισπότ’ τη βρύση», λέει η κ.Μαρία: Του «Δισπότ’» η βρύση ούτε που φαινόταν, έτσι όπως ήταν κρυμμένη……μια άγρια κληματαριά με χοντρό κορμό, έριχνε τα πλοκάμια της γύρω απ’ τη βρύση και δεν άφηνε κανέναν εύκολα να πλησιάσει.
Παραπάνω αναφέρεται στα Χριστούγεννα, αναφερόμενη στους αγαπημένους και πασίγνωστους σε κάθε γωνιά της Ελλάδας μας, καλικάντζαρους: Την «πηχτή», που ‘ναι το κυρίως πρωτοχρονιάτικο φαγητό και γίνεται απ’ το κεφάλι του γουρουνιού, την έφτιαξε η γιαγιά, όπως συνηθίζεται «απ’ του Ξτού» (απ’ τα Χριστούγεννα) και τη φυλάει για σήμερα. Στη βασιλόπιτα έχει βάλει κλώνο ελιάς για να μην τη κλέψουν οι καλκαντζάρ. Όλο το δωδεκαήμερο λένε πως οι καλικάντζαροι βγαίνουν τα μεσάνυχτα και γυρίζουν έξω απ’ τα σπίτια, κοντά στις καμινάδες. Κατεβαίνουν πολλές φορές απ’ αυτή μέσα «στ’ γουνιά» (τζάκι) για να κλέψουν το φαΐ. Είναι πέντε έξι στον αριθμό. Μαύρα, άσχημα και κοκαλιάρικα πλάσματα, με μικρά κέρατα στο κεφάλι. Δε περπατούν μα διαρκώς χοροπηδούν. Φεύγουν με το πρώτο λάλημα του πετεινού. Και λένε πως βρήκαν πεθαμένη μια γυναίκα, γιατί δεν ήθελε να τους ακολουθήσει και να χορέψει μαζί τους. Την πήγαν μέχρι το «Σταυρί» και κει την παράτησαν, γιατί λάλησε ο πετεινός. Ένα τραγουδάκι λέει «Μι ζορ χορεύουν τσι γιργιές, μι ζορ τσι κουντουπδούνι».
Αλλού μιλάει για ξωκλήσια και αγίους: Έχει πολλά εξωκλήσια το νησί μας. Όλα γραφικά κι όλα πολύχρονα. ( Συγκεκριμένα η Σαμοθράκη έχει 999 εξωκλήσια!) Έτσι είναι και του Αι-Γιάννη στ’ Αλώνια. «Αχ! Δοξασμένο να ‘ναι τ’ Όνομά του». Σταυροκοπιέται και ευχαριστεί η γιαγιά η Μαριώ». «Βάθκει (βουβάθηκε) το παιδί μου το πιο μικρό. Παλαβόθκα, τι να κάνου, που να του πάγου; ( τρελάθηκα, τι να το κάνω, που να το πάω;) Ζούσα στ’ Αλώνια. Κι ο Αι-Γιάννης ήταν Αλωνίσιος. Με πίστη προσευχήθηκα, ανικαλέθκα (παρακάλεσα) και ζήτησα τη γιατρειά του. Το άφησα στο πάτωμα της εκκλησούλας μπρος στην εικόνα του. Βγήκα έξω, έκλεισα πίσω μου τη πόρτα και περίμενα. Ένα μερόνυχτο έμεινα απόξου κι του πιδί από μέσα. Ούτε φαί ούτε νερό, μόνο παρακαλούσα».
Την άλλη μέρα τη φωνή του παιδιού την έβγαλε από τη προσευχή της. «Μάαανα μι δώκι μια πάατσα γιένας» (Μάνα με έδωσε ένα σκαμπίλι ένας).
Τον ματιασμένο τον διαβάζουν στην εκκλησία, αλλά υπάρχει και μια ευχή, κάτι λόγια που του λένε, που είναι «έξω απ’ τη θρησκεία». Αξίζει να τα αναφέρω γιατί είναι πολύ παράξενα. Βάζουν μπροστά στον ματιασμένο φύλλα αγριελιάς και άχυρα από μυρμηγκοφωλιά και τα καίνε. Ο καπνός πηγαίνει προς τον ματιασμένο κι ο «ειδικός» κρατά ένα μαχαίρι με μαύρη λαβή («μαυρομάνικο»), τον σταυρώνει και λέει: «Μαυρομάνικο μαχαίρι από πέρα απ’ τη Χαράδρα. Έβρεχε, ψιχάλιζε, θεοσκότεινα, το δάχτυλό σου δεν έβλεπες. Μα βγήκε το Φεγγάρι κι έγινε σα μέρα που μπορούσες να δεις και να γράψεις. Πήρα άχυρα μυρμηγκοφωλιάς από τη θέση «Τούρλη» και άγρια ελιά από το «Δασέλι». Σ’ άκουσα που ερχόσουν και σε γνώρισα απ’ το βήχα. Σε χαιρέτησα και είπα: Εγώ είμαι, εσύ είσαι;»
|
Η Γριά Βάθρα |
|
Τοπωνύμια
«Σε εκείνο το βράχο εκεί ψηλά που βλέπεις, είναι της Αλεπούς τα Πηγάδια. Όταν ήμασταν παιδιά μας λέγανε ότι έρχεται η αλεπού, πίνει νερό, και μετά κάθεται στο καφενείο της και πίνει καφέ. Εμείς όλο πηγαίναμε να τη βρούμε, αλλά αλεπού δε βλέπαμε. Τώρα πια δεν υπάρχει μονοπάτι για να πας», μου είπε η κ. Μαρία γελώντας. Κι όλο μιλούσε για τον τόπο της και το βλέμμα της ταξίδευε στους αιώνες, εκστασιασμένη από αγάπη και καμάρι για τη πατρίδα της.
Επίσης μου είπε δυο ιστορίες, απ’ τις οποίες πηγάζουν τα τοπωνύμια του «Φονιά» και της «Γριάς Βάθρας». Υπάρχουν βέβαια πολλές εκδοχές σχετικά με την καταγωγή των ονομάτων, αλλά η κυρία Μαρία επέμενε ότι αυτές είναι οι αληθινές:
«Μια μέρα δυο ψαράδες ψάρευαν στη θάλασσα, εκεί ακριβώς που εκβάλλει ο ποταμός Φονιάς. Ξαφνικά έπιασε τρομερό μπουρίνι (όπως αυτό που λέγαμε παραπάνω) και επειδή φούσκωσε πολύ η θάλασσα, οι ψαράδες έτρεξαν να προστατευθούν στο φαράγγι του Φονιά. Το λάθος όμως ήταν μοιραίο… Το βουνό κατέβασε λάσπη και το ποτάμι όρμησε και παρέσυρε του άτυχους ψαράδες.»
Όσο για τη «Γριά Βάθρα», «αυτή πήρε το όνομά της αφότου έπνιξε μια γριά που έσκυψε να πιει νερό και γλίστρησε μέσα της. Είχε και το κοπάδι της μαζί. Αυτή πνίγηκε και τα κατσίκια σκόρπισαν. Αργότερα τη βρήκαν κάτω στη θάλασσα, εκεί που εκβάλλει η Γριά Βάθρα. Και μάλιστα έτσι κατάλαβαν οι ντόπιοι ότι το ποτάμι βγάζει στη θάλασσα.» Ίσως το ποτάμι μετέφερε τη γριά υπογείως ως εκεί. Τα δυο αυτά ποτάμια έχουν σκοτώσει πολύ κόσμο, γιατί είναι πολύ ορμητικά και τα βράχια τους πολύ γλιστερά. Πολύ παράξενοι τόποι και οι δύο που σίγουρα πολλές ψυχές τους στοιχειώνουν.
|
Ελαιογραφία της Μαρίας Βερβέρη-Krausse “Παλιάπολη” |
Η σφαγή της Σαμοθράκης
Η κ. Μαρία αναφέρει και την τρομερή σφαγή της Σαμοθράκης που έγινε απ’ τους Τούρκους το 1821:
«Ήταν τέλη Αυγούστου 1821. Τα γυναικόπαιδα έφυγαν να κρυφτούν σε δάση και σπηλιές. Οι υπόλοιποι ταμπουρώνονται πρόχειρα στο «Βρηχό, Σταυρί». Με τα λιγοστά λιανοντούφεκα που είχαν, περιμένουν τους Οθωμανούς, που θα περάσουν από ‘δω, για να μπουν στη πρωτεύουσα, τη Χώρα. Σκότωσαν πολλούς απ’ τους πρώτους, που έρχονταν και τον σημαιοφόρο τους. Ήταν όμως καταδικασμένοι οι άνθρωποί μας, γιατί τα πολεμοφόδια τέλειωσαν γρήγορα. Με κοτρόνες και ξύλα συνέχισαν τον αγώνα. Μερικοί πρόλαβαν να κρυφτούν σε σπηλιές για να γλιτώσουν. Οι διψασμένοι για χαλασμό, μπήκαν στην όμορφη Χώρα. Απερίγραπτο το μακελειό. Σπίτια, εκκλησίες, εικόνες, κάηκαν και ποδοπατήθηκαν. ..Εφτακόσιοι Σαμοθρακίτες πέρασαν κάτω απ’ το άγριο ξίφος τους. Κι ήταν όλοι διαλεγμένοι οικογενειάρχες. Αυτούς τους μάζεψε με δόλο κάτω απ’ τον Πύργο κι εκεί τους έσφαξε. Κεφάλια και κορμιά έπεφταν σε μια ρεματιά, που μέχρι σήμερα το νερό της θρηνεί το χαμό τους. Και τ’ όνομά της, Φκας, θυμίζει τον αριθμό εφτακόσια. Όσοι και οι άνθρωποι που ρίχτηκαν στα νερά της…Από 13.000 ανθρώπους που είχε το νησί, έμειναν μόνο 233 οικογένειες».
(Γράφει ο αείμνηστος Σαμοθρακίτης ιατροφιλόσοφος Νικόλαος Φαρδύς, αδερφός του προπάππου της κ. Μαρίας, Δημητρίου Φαρδύ.)
Η Σαμοθράκη άντεξε πολλές κακουχίες που ακολούθησαν το ένδοξο παρελθόν της ως προσκυνηματικό κέντρο και έδρα των Καβείριων Μυστηρίων. Πολλά αλλοιώθηκαν, πολλά ειπώθηκαν, πολλά μελετήθηκαν, μύθοι γεννήθηκαν, άλλοι καταρρίφθηκαν. Ένα μόνο έχω να πω. Όποιος την επισκέπτεται νιώθει σαν να ξέρει, σαν να είδε, σαν να έζησε εκεί. Μόνο που δε θα μπορέσει να εκφράσει ποτέ με λόγια αυτό που ένιωσε. Το βουνό σε στοιχειώνει. Η θάλασσα βιάζεται να σε γυρίσει πίσω απ’ όπου ήρθες για να μη χορτάσεις το νησί αυτό.. Και όλο σου φαίνεται λίγο, κι όλο θέλεις να ξανάρθεις…
Πήρα μια γεύση για το πώς είναι κάποιος να αγαπά τόσο πολύ τον τόπο του. Πώς νιώθει κανείς ξενιτεμένος και γυμνός μακριά της. Κι όταν πατά τα ιερά χώματά της, πώς ντύνεται με τις ωραιότερες φορεσιές. Τις αναμνήσεις.
«…Δεν αφήναμε τη μητέρα μας να ανοίξει το παναθύρ’(παράθυρο), γιατί στο πολύ φως οι ανεμώνες μας μαδούσαν γρήγορα, ενώ στο σκοτάδι ‘μέναν μπουμπουκιασμένες για πολλές μέρες. Είχα προσέξει, πως η ηλιαχτίδα που έμπαινε απ’ τη χαραμάδα του παραθυριού, πάνω στα λουλούδια, φαινόταν σαν την «Κυρασουλένη» (Ουράνιο Τόξο). Λένε, άμα βγει Ουράνιο Τόξο αλλάζει ο καιρός. Άραγε θα ξαναδούμε εμείς το Ουράνιο Τόξο πάνω απ’ τα λουλούδια μας στο πατρικό μας σπίτι; Άραγε θα ‘ρθούνε οι όμορφοι και ξέγνοιαστοι καιροί ή θα μας πάρ’ ο άνεμος όπως τη φλόγα απ’ το κερί; » (Η κ. Μαρία σε γράμμα προς την αδελφή της το 1974.)
Πηγές:
1.Σαμοθρακίτικα Ανεμοχάδια, Μαρίας Βερβέρη- Krause. Γ’ έκδοση 2005.
2.Έθιμα και παραδόσεις της Σαμοθράκης, ό.π., Β’ έκδοση 1999.
3.Σαμοθράκη. Οικοτουριστικός Οδηγός, Γρηγόρη Τσούνη. Έκδοση Δήμου Σαμοθράκης 2002.
-Ευλαμπία Τσιρέλη-
(Ευχαριστώ και πάλι την γλυκιά κυρία Μαρία. Έχω να τη δω από τότε. Δεν ξέρω που βρίσκεται. Δεν ξαναπήγα στη Σαμοθράκη. Δεν την ξεχνώ…)
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε το 2005 στο περιοδικό Μυστική Ελλάδα.
Life, Science and Fiction
Οι διαχειριστές του katohika.gr διατηρούν το δικαίωμα τροποποίησης ή διαγραφής σχολίων που περιέχουν υβριστικούς – προσβλητικούς χαρακτηρισμούς. Απαγορεύεται η δημοσίευση συκοφαντικών ή υβριστικών σχολίων.Σε περίπτωση εντοπισμού τέτοιων μηνυμάτων θα ακολουθεί διαγραφή
Φιλε μου ο σημερινός εχθρός σου είναι η παραπληροφόρηση των μεγάλων καναλιών. Αν είδες κάτι που σε άγγιξε , κάτι που το θεωρείς σωστό, ΜΟΙΡΆΣΟΥ ΤΟ ΤΩΡΑ με ανθρώπους που πιστεύεις οτι θα το αξιολογήσουν και θα επωφεληθούν απο αυτό! Μην μένεις απαθής. Πρώτα θα νικήσουμε την ύπνωση και μετά ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ τα υπόλοιπα.