Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ήταν δύο πόλεμοι που έγιναν στα Βαλκάνια το 1912–1913 στους οποίους αρχικά η Βαλκανική Συμμαχία (Σερβία, Μαυροβούνιο, Ελλάδα και Βουλγαρία) επιτέθηκε και απέσπασε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία την Μακεδονία και το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης,
ενώ στη συνέχεια, μετά τις διαφωνίες μεταξύ των νικητών για τον τελικό
διαμοιρασμό των εδαφών, ξέσπασε δεύτερος πόλεμος (αυτή τη φορά με τη
συμμετοχή και της Ρουμανίας) από τον οποίο εξήλθε ηττημένη η Βουλγαρία, χάνοντας το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών που είχε αρχικά κατακτήσει.
Η δημιουργία της Βαλκανικής Συμμαχίας
Τον Μάρτιο του 1912 η Σερβία και η Βουλγαρία με την έγκριση της Γερμανίας υπέγραψαν συμμαχία εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βάσει της συμφωνίας σε περίπτωση νίκης επί των Τούρκων, η Βουλγαρία θα προσαρτούσε τα εδάφη ανατολικά του Στρυμόνα, η Σερβία τα εδάφη βόρεια του όρους Σκάρδος. Οι δύο χώρες δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για το μοίρασμα των εδαφών της Μακεδονίας. Στην συμμαχία προστέθηκε αργότερα και το Μαυροβούνιο.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος που ήταν τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, θεωρώντας ότι, αν ξεσπάσει ένοπλη σύγκρουση στα Βαλκάνια
χωρίς Ελληνική συμμετοχή θα χανόταν για πάντα η δυνατότητα να
υλοποιηθούν οι ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις στη Μακεδονία και τη
Θράκη, υπέγραψε τον Μάιο του 1912 αμυντική συμμαχία με τη Βουλγαρία. Οι
δύο χώρες επίσης δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για το μοίρασμα των εδαφών
της Μακεδονίας και συναίνεσαν απλώς στο να κρατήσει κάθε χώρα όσα εδάφη
θα κατάφερνε να αποσπάσει από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ένας
παράγοντας που ώθησε την Βουλγαρική ηγεσία να δεχθεί τέτοιου είδους
συμφωνία ήταν το γεγονός πως η ήττα της Ελλάδας κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897
είχε δημιουργήσει στους υπολοίπους Βαλκάνιους την πεποίθηση ότι ο
Ελληνικός Στρατός δεν αποτελούσε υπολογίσιμο παράγοντα. Οι Βούλγαροι, οι
οποίοι θεωρούσαν ότι είναι «οι Πρώσοι των Βαλκανίων», πίστευαν ότι στην
καλύτερη περίπτωση ο Ελληνικός Στρατός θα κολλούσε στα σύνορα ή θα
σημείωνε λίγες τοπικές επιτυχίες χωρίς πάντως να μπορέσει να διεκδικήσει
με αξιώσεις εδάφη που αποτελούσαν στόχο της Βουλγαρίας. Δέχθηκαν όμως
την συμμαχία με την Ελλάδα επειδή πίστευαν στο αξιόμαχο του Ελληνικού
στόλου, ο οποίος είχε την δυνατότητα να εμποδίσει την μεταφορά
ενισχύσεων από τα λιμάνια της Μικράς Ασίας προς την Ευρωπαϊκή Τουρκία, όπως και πράγματι έκανε.
Με τις τολμηρές του διπλωματικές πρωτοβουλίες ο Βενιζέλος ήρθε σε
αντίθεση με την ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο (όπως και ο Ίων Δραγούμης) λόγω και του πρόσφατου Μακεδονικού αγώνα
θεωρούσε πιο επικίνδυνο αντίπαλο την Βουλγαρία και εξέταζε την
περίπτωση συμμαχίας με την Τουρκία. Με δεδομένη την πρόσφατη περίοδο του
Μακεδονικού αγώνα, την αντιπαλότητα με τη Βουλγαρία και γενικότερα με
τους φορείς των ιδεών του πανσλαβισμού,
στην ελληνική πολιτική ζωή κυριαρχούσε από τα τέλη του 19ου αιώνα η
ιδέα του σλαβικού κινδύνου. Η Ελλάδα αντιμετώπιζε το δίλημμα εάν θα ήταν
προτιμότερη η συμμαχία με τους Χριστιανούς Σλάβους
εναντίον των Τούρκων ή εάν η σλαβική απειλή ήταν τόσο επικίνδυνη ώστε
θα έπρεπε να προτιμηθεί η συμμαχία με την καταρρέουσα Οθωμανική
αυτοκρατορία, η οποία μετεξελισσόμενη θα μπορούσε ίσως και να κυβερνηθεί
από Έλληνες.
Ο καταστροφικός πόλεμος του 1897
είχε επηρεάσει πολλούς, ανάμεσα τους και τον Ίωνα Δραγούμη ο οποίος
θεώρησε ότι το Ελληνικό κράτος είχε αποτύχει και ότι η πρόοδος του
Ελληνισμού θα έπρεπε να αναζητηθεί με μία αυτοκρατορική λογική μέσα στην
Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι απόψεις αυτές φτάνουν στο αποκορύφωμά τους
λίγο πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους όταν ο Ίων Δραγούμης απογοητευμένος
από το Ελληνικό κράτος μιλάει πιο ιδεαλιστικά για «ανατολικό κράτος»,
απαξιώνοντας «το κρατίδιον», όπως αποκαλούσε την Ελλάδα. Αντίθετα ο
Βενιζέλος, τέκνο της Κρήτης η οποία είχε μόλις πρόσφατα αποκτήσει την
αυτονομία της, εμφανιζόταν περισσότερο ως οπαδός του κλασσικού
αλυτρωτισμού του 19ου αιώνα. Θέτοντας δε ως άμεσο στόχο την απελευθέρωση
των Οθωμανικών κτήσεων στην Ευρώπη, χωρίς μάλιστα προηγούμενη συμφωνία
για το μοίρασμα τους, άλλαξε άρδην την εξωτερική πολιτική. Η επιλογή του
Βενιζέλου για συμμαχία με τη Βουλγαρία αποτελούσε μεγάλη τομή ειδικά
για την παλιά γενιά του μακεδονικού αγώνα. Τελικά ο κρητικός πολιτικός
κατάφερε να υπερνικήσει τις αντιδράσεις της διπλωματικής γραφειοκρατίας,
φροντίζοντας ταυτόχρονα να καταστήσει την χώρα ετοιμοπόλεμη, ώστε να
μην επαναληφθεί η τραυματική εμπειρία του 1897.
Η αλήθεια είναι ότι μετά την επανάσταση στο Γουδί
ο Ελληνικός στρατός είχε βελτιώσει με πολύ γρήγορους ρυθμούς το επίπεδο
εκπαιδεύσεως με την άφιξη ξένων (Γαλλικών) εκπαιδευτικών αποστολών,
είχε ανανεώσει και εκσυγχρονίσει τον εξοπλισμό του, και είχε διοικητικά
αναδιοργανωθεί με την βελτίωση του συστήματος των προαγωγών των
αξιωματικών και την απομάκρυνση των Βασιλοπαίδων από την ηγεσία.
Ταυτόχρονα τέθηκε σε εφαρμογή και το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού του στόλου
με αποκορύφωμα την αγορά του Θωρηκτού «Αβέρωφ».
Γενική Βαλκανική κατάσταση
- 1903 Αυστροουγγαρία και Ρωσία συνομολογούν το Πρόγραμμα Μυρστέγκ
που αφορά μεταρρυθμίσεις για τη Μακεδονία. Αναταραχή στη Σερβία.
Δολοφονείται ο Βασιλιάς Αλέξανδρος εκ του Οίκου Ομπρένοβιτς από
συνωμότες αξιωματικούς. Η εθνική συνέλευση εκλέγει Βασιλιά τον Πέτρο Καραγιώργιεβιτς
που αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στα μετέπειτα δρώμενα. Η Βουλγαρία σε
επαναστατικό κίνημα. Οι Τούρκοι συλλαμβάνουν Βούλγαρους κομητατζήδες. - 1904 Μεταξύ Σερβίας και Μαυροβουνίου συνομολογείται η Συμφωνία Κεττίγνης που αφορά συμφέροντα επί της Μακεδονίας. Ακολουθεί η (μυστική) Συμφωνία Βελιγραδίου (1904) (συμμαχία Σερβίας – Βουλγαρίας), της οποίας συνέχεια είναι η Συνθήκη Βελιγραδίου (1904).
Η Βουλγαρία αποτελεί εξαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι επίβουλες
δραστηριότητές της σε βάρος αλλοεθνών πληθυσμών και περισσότερο
ελληνογενών πολλαπλασιάζονται. Η Βουλγαρική κυβέρνηση εξαπολύει έντονη
προπαγάνδα προς τους λαούς της Ευρώπης παρουσιάζοντας τη Μακεδονία ως
Βουλγαρική. Η Κυβέρνηση Θεοτόκη αντιδρά. Δημιουργείται το Ελληνικό αμυντικό κομιτάτο. Ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ και η κυβέρνηση Θεοτόκη το υποστηρίζουν. Έναρξη Μακεδονικού Αγώνα. Θάνατος του Πάυλου Μελά.
Μέχρι το τέλος του έτους η Βουλγαρία έχει προσαρτήσει 130 ελληνικές
κοινότητες. Παράλληλα η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία συνομολογούν τη Συμφωνία Αμπατσίας για την “Αδριατική ισορροπία”. Επίσης μεταξύ Βουλγαρίας και Τουρκίας συνομολογείται η Συνθήκη Σόφιας (1904) που αφορά πολιτική προσέγγιση και αμνηστεία στους Βουλγάρους επαναστάτες. - 1906 Ο ελληνικός ένοπλος αγώνας στη Μακεδονία έχει επικρατήσει. Οι Βούλγαροι εξαπολύουν στη συνέχεια συμμορίες κατά Ελλήνων στην Ανατολική Ρωμυλία ενώ τον Ιούνιο επέδραμαν στη Φιλιππούπολη, Αγχίαλο και Βάρνα.
Ακολουθούν σφαγές πυρπολήσεις και διωγμός Ελλήνων. Η Ελλάδα ξεκινά
επίσημα, (πρώτη βαλκανική Χώρα), προγράμματα στρατιωτικού εξοπλισμού και
εκπαίδευσης. - 1907 Μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών συνομολογείται η Δήλωση Συνεννόησης (1907) που περισσότερο αφορά σύσφιξη σχέσεων. Οι Μονάρχες Ρωσίας και Αυστρίας συνομολογούν τη Συμφωνία του Ίτσλ για διατήρηση του “Status Quo” στη Βαλκανική. εκ της οποίας και ακολουθεί η Διακοίνωση Ρωσίας – Αυστρίας προς κυβερνήσεις Αθηνών, Βελιγραδίου και Σόφιας.
- 1908 Η
Βουλγαρία, με την υποστήριξη της Αυστροουγγαρίας ανακηρύσσεται
ανεξάρτητο Βασίλειο. Ο Σουλτάνος, υπό την πίεση των Ρώσων αναγκάζεται να
το αναγνωρίσει. Βασιλιάς αναλαμβάνει ο Φερδινάνδος ο οποίος και ξεκινά
αμέσως πρόγραμμα στρατιωτικού εξοπλισμού και εκπαίδευσης. Ακολουθεί η Συμφωνία Σόφιας (1908)
μεταξύ Βουλγαρίας και Τουρκίας που αφορά μουσουλμανικά προνόμια, όχι
όμως και των Ελλήνων. Παρά ταύτα νέες βουλγαρικές συμμορίες εισχωρούν
στη Μακεδονία. Οι δολοφονίες πολλαπλασιάζονται, μεταξύ των θυμάτων και ο
Μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος. Στις 11 Ιουνίου του 1908
συστήθηκε το Νεοτουρκικό κομιτάτο που στρέφεται κατά του Σουλτάνου
Χαμίτ Β’ με κύριο αίτημα τη παραχώρηση συντάγματος. Με την ανακήρυξη
Συνταγματικού Πολιτεύματος παύει και επίσημα ο Μακεδονικός Αγώνας. - 1909
Από τις αρχές του έτους το Νεοτουρκικό κομιτάτο φέρεται να έχει
επικρατήσει. Ένταση μεταξύ Τουρκίας και Βουλγαρίας, συνομολογούνται τα
δύο Πρωτόκολλα Πετρούπολης (1909). Αυτών ακολουθεί η (μυστική) Συνθήκη Πετρούπολης (1909)
μεταξύ Ρωσίας και Βουλγαρίας. Η σχέση του Νεοτουρκικού κομιτάτου με την
Ελλάδα αρχίζει να εκτραχύνεται, στη προσπάθεια των Νεότουρκων για
κατάργηση της αυτονομίας της Κρήτης και την επαναφορά της στην Οθωμανική
κυριαρχία. Ο Σουλτάνος μη αναγνωρίζοντας επίσημα τους Νεότουρκους
εξαναγκάζει και την επίσημη Ελλάδα σε απ΄ ευθείας υποσχετικές δηλώσεις
και διπλωματικές υποχωρήσεις στα αιτήματα των Νεοτούρκων. Στάση που θα
επηρεάσει έντονα τα εσωτερικά γεγονότα της Ελλάδας, με στρατιωτική
επανάσταση. - 1910 Το Μαυροβούνιο αναγνωρίζεται Βασίλειο. Βασιλιάς αναλαμβάνει ο ηγεμών Νικήτας με σαφείς βλέψεις προέκτασης της Χώρας του.
- 1912 Διάβημα Αυστρίας (1912) προς Ιταλία γι΄ αποφυγή εμπλοκής στα Βαλκάνια. Συνομολογείται η Συνθήκη Φιλίας – Συμμαχίας Σόφιας μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας, αυτής ακολουθεί η Συνθήκη Αμυντικής Συμμαχίας Σόφιας μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. Τον Ιούνιο συνέρχεται το Συνέδριο Πάτμου (1912) που εκφράζει τον διακαή πόθο της ένωσης της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα. Ξεκινά η Διάσκεψη του Βουκουρεστίου που θα ολοκληρωθεί τον Αύγουστο του 1913. Τέλος στις 18 Ιουνίου συνομολογείται η περίφημη Συμφωνία των Χριστιανικών Κρατών του Αίμου που αφορά τη συμμαχία μεταξύ Σερβίας, Βουλγαρίας, Ελλάδας και Μαυροβουνίου.
Στρατιωτική προπαρασκευή
Κατ΄ αρχήν κύριος μοχλός της στρατιωτικής προπαρασκευής, ήταν το αποτέλεσμα του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897
εκ της μελέτης του οποίου τα συμπεράσματα που εξήχθηκαν οδήγησαν την
τότε στρατιωτική και πολιτική ηγεσία της Ελλάδας στην αναδιοργάνωση των
ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, αλλά και στην επαύξηση της εκπαίδευσης με
παράλληλο εκσυγχρονισμό των διατιθέμενων μέσων. Ένας δεύτερος μοχλός
υπήρξε ο συνεχιζόμενος Μακεδονικός Αγώνας, τρίτος επίσης μοχλός ήταν το Κρητικό ζήτημα.
Πέραν όμως αυτών τα διάφορα παράλληλα γεγονότα που συνέβαιναν τότε στα
Βαλκάνια, δεν άφηναν καμία αμφιβολία πως τα σύννεφα ενός γενικευμένου
πόλέμου δεν θ΄ αργούσαν να φανούν. Και βεβαίως η Ελλάδα δεν μπορούσε να
αγνοήσει και τους ελληνογενείς πληθυσμούς της Μακεδονίας που υπέφεραν
κυρίως από τις βουλγαρικές βαρβαρότητες.
Το 1900 επί κυβέρνησης Γ. Θεοτόκη, που ανέλαβε το 1899, συστήθηκε η «Γενική Διοίκηση Στρατού» υπό τον τότε Διάδοχο Κωνσταντίνο το 1904 εγκρίνεται και ψηφίζεται ο νέος οργανισμός του στρατού. Σύμφωνα με αυτόν ο ελληνικός στρατός συγκροτείται από τρεις Μεραρχίες. Παράλληλα δημιουργείται το «Ταμείο Εθνικής Αμύνης» από τους πόρους του οποίου παραγγέλθηκαν 60.000 τυφέκια Μάνλιχερ.
Η συνολική δύναμη του ελληνικού “εν ενεργεία” στρατού ανέρχονταν μέχρι
τότε σε 18.000 άνδρες από τους οποίους οι 8.000 ήταν αποσπασμένοι σε Βασιλική Χωροφυλακή, μεταβατικά αποσπάσματα, φρουρές φυλακών, Τελωνοφυλακή, ακόμη και Αγροφυλακή.
Η υπόλοιπη στρατιωτική δύναμη ήταν κατανεμημένη σε διάφορες πόλεις της
χώρας, σε τέτοια διασπορά όμως, που ήταν αδύνατη η εκπαίδευση των
μονάδων.
Το 1906
και συνέχεια της ίδιας κυβέρνηση, μετά τη βελτίωση των δημοσίων
οικονομικών, λήφθηκαν και τα πρώτα σοβαρά μέτρα στρατιωτικής
ανασυγκρότησης τα οποία και εξακολούθησαν να επιταχύνονται κατά τη
διάρκεια της μακράς θητείας της κυβέρνησης Θεοτόκη. Το Ταμείο Εθνικής
Αμύνης με μια σειρά διαταγμάτων προικοδοτήθηκε με νέους πόρους έτσι ώστε
να καταστεί δυνατή η παραγγελία άλλων 40.000 ακόμη τυφεκίων Μάνλιχερ
που παραλήφθηκαν το ίδιο έτος, ενώ συνάφθηκε δάνειο 20.000.000 δρχ. που
διατέθηκε στο παραπάνω Ταμείο για παραγγελίες υλικού επιστράτευσης και
κατασκευή αποθηκών. Το ύψος εκείνων των παραγγελιών καθώς και των ετών
1907, 1908, και 1909 (επί Θεοτόκη) ανήλθε στο συνολικό ποσό των
77.000.000 δρχ. Έτσι το 1909 όταν μετά τη παραίτηση του Γ. Θεοτόκη
ανέλαβε ο Δ. Ράλλης
ο ελληνικός στρατός είχε παραλάβει συνολικά: 100.000 Τυφέκια Μάνλιχερ,
7.000 Αραβίδες Μάνλιχερ, 10 Πυροβολαρχίες ταχυβόλων, 36.000.000 Φυσίγγια
νέου τυφεκίου, όπως και υλικό επιστράτευσης για δύναμη τριών μεραρχιών
και κάποια δευτερεύοντα είδη που δεν είχαν ακόμη παραληφθεί.
Ο Ελληνικός Στρατός το 1912
Ο Στρατός Θεσσαλίας στον οποίο συγκεντρώθηκε το μεγαλύτερο
μέρος των δυνάμεων αποτελούνταν από: τις 1ης εως 7ης Μεραρχίες, 20
συντάγματα πεζικού, 1 συντάγμα Κρητών, 1 τάγμα Ευζώνων, 3 Τάγματα
Εθνοφρουράς, 1 ταξιαρχία ιππικού, 4 συντάγματα πεδινού και 2 μοίρες
ορειβατικού πυροβολικού. Επίσης το μηχανικό αποτελούνταν από 2
συντάγματα σκαπανεων, 1 τάγμα γεφυροποιών και 2 λόχους τηλεγραφητών. Την
δύναμη ενίσχυαν και 4 αεροσκάφη.
Ο Στρατός Ηπείρου, που ο ρόλος του θα ήταν δευτερεύων,
αποτελούνταν από την 8η Μεραρχία, 1 συντάγμα πεζικού, 4 τάγματα Ευζώνων,
1 τάγμα Εθνοφρουράς, 1 Ίλη ιππικού, 1 μοίρα πεδινού, 1 ορειβατικού και 1
τοπομαχικού πυροβολικού. Επίσης πλαισιονόταν και από έναν λόχο
μηχανικού.
Ο Ελληνικός Στόλος το 1912
Εκτός όμως των παραπάνω προμηθειών και κατασκευών αποθηκών κ.λπ. η
κυβέρνηση Θεοτόκη προώθησε τη βελτίωση του ελληνικού στόλου. Δέκα χρόνια
πριν ο ελληνικός στόλος απαρτιζόταν από απαρχαιωμένα σκάφη, με εξαίρεση
τα θωρηκτά που αποκτήθηκαν το 1890 και τα τοπριλοβόλα που είχε αγοράσει
η Κυβέρνηση του Τρικούπη. Έτσι το 1900 ιδρύθηκε και το “Ταμείο Εθνικού Στόλου” το οποίο και ενισχύθηκε με 2.500.000 φράγκα που κληροδότησε ο Γεώργιος Αβέρωφ ενώ κατ΄ έτος αντλούσε επίσης 925.000 δραχμές από κονδύλια του προϋπολογισμού. Τον Νοέμβριο του 1908 ξεκινά η παραγγελία του θωρηκτού καταδρομικού κλάσης “Πίζα”, που ονομάσθηκε “Γ. ΑΒΕΡΩΦ” και κατέπλευσε μόλις το 1911.
Επίσης τότε, την ίδια περίοδο (1906) και για πρώτη φορά ξεκίνησε η
σύντονη εκπαίδευση του στρατού. Ο Θεοτόκης με μια αποφασιστική ενέργεια
κατάργησε όλες εκείνες τις αποσπάσεις των αξιωματικών του στρατού σε
άλλες υπηρεσίες, αστυνομία, αποσπάσματα, φύλαξη λιμένων κ.λπ.
απελευθερώνοντας χρηματικούς πόρους. Έτσι το 1907 ξεκινά η εκπαίδευση
του στρατού καθώς και των έφεδρων τεσσάρων προηγουμένων κλάσεων. Το 1908
εκπαιδεύονται όλες οι κλάσεις από 1900 μέχρι και 1908. Το δε 1909
συνεχίσθηκε η συμπληρωματική εκπαίδευση τριών κλάσεων 1902, 1904 και
1906.
- Στόλος Αιγαίου:
Θωρηκτά: 4 (Αβέρωφ, Σπέτσαι,Ψαρά, Ύδρα)Αντιτορπιλλικά: 10[1] (Βέλος, Σφενδόνη, Λόγχη, Νίκη, Ναυκρατούσα, Δόκα, Νέα Γενεά, Ασπίς, Θύελλα, Κεραυνός)Ανιχνευτικά: 4 (Λέων, Πάνθηρ, Αετός, Ιέραξ)Τορπιλλοβόλα: 5 (11, 12, 14, 15, 16)Υποβρύχια: 1 (Δελφίν)Υδροπλάνα: 1Οπλιταγωγά: 1 (Σφακτηρία)Ναρκοθετικά: 1 (Άρης)Ανεφοδιαστικά: 1 (Κανάρης)
- Μοίρα Ιονίου:
Ατμοβάριδες: 2 (Άκτιον, Αμβρακία)Ατμομυοδρόμωνες: 4 (Αλφειός, Αχελώος, Πηνειός, Ευρώτας)Κανονιοφόροι: 3 (Α, Β, Δ)
- Μοίρα Ευδρόμων:
Επίτακτα εξοπλισμένα:Εμπορικά: 5 (Εσπερία, Μυκάλη,Μακεδονία, Αθήναι, Αρκαδία)Βοηθητικά: 3 (Αιγιαλεία, Μονεμβασία, Ναυπλία)
Χωρίς αυτή τη προπαρασκευή όπως σημειώνουν σύγχρονοι στρατιωτικοί αναλυτές[2]
η Ελλάδα θα ήταν αδύνατον να βρεθεί έτοιμη στις ραγδαίες εκείνες
εξελίξεις παρόλο τον πυρετώδη αγώνα που κατέβαλε στη συνέχεια ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος του 1909 και η κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου
μεταξύ των ετών 1909 – 1912 με ακόμη επιτάχυνση της εκπαίδευσης και του
εξοπλισμού του ελληνικού στρατού. Σημειώνεται επίσης ότι και η
Οθωμανική Αυτοκρατορία βλέποντας μάλλον θορυβημένη την αύξηση της
ελληνικής ναυτικής δύναμης παρήγγειλε το 1910
δύο γερμανικά καταδρομικά. Η ναυτική όμως υπεροχή και υπεροπλία της
Ελλάδας ήταν ήδη δεδομένη έναντι της χαώδους κατάστασης που επικρατούσε
στον τουρκικό στόλο που ήταν αμφίβολος ακόμη και ο απόπλους του λόγω
ακριβώς της παντελούς έλλειψης ναυτικής εκπαίδευσης.
Α’ Βαλκανικός Πόλεμος
Δεν υπήρχε κάποιο ξεκάθαρο σχέδιο μεταξύ των βαλκανικών συμμάχων, για
το πώς θα συνδυάσουν με λεπτομέρεια τις κινήσεις τους. Μόνη εξαίρεση
ήταν οι κοινές επιχειρήσεις μεταξύ Σερβίας και Μαυροβουνίου σχετικά με
την κατάληψη του Νόβι Παζάρ.
Ο πόλεμος στην ουσία ήταν τέσσερις διαφορετικοί πόλεμοι εντός της
Βαλκανικής χερσοννήσου. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία προσπάθησε να μεταφέρει
στρατιώτες από την Ασία, προς ενίσχυση των θέσεών της στην περιοχή των
επικείμενων συγκρούσεων. Όμως, λόγω της ναυτικής υπεροχής της Ελλάδας
στο Αιγαίο, αυτό δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί. Έτσι αναγκάστηκε να
παρατάξει τις αρχικές της δυνάμεις, χωρίς επιπλέον ενισχύσεις.
Το Μαυροβούνιο ήταν το πρώτο που κήρυξε τον πόλεμο στις 15 Οκτωβρίου 1912, με κύρια επιδίωξη την κατάληψη της Σκόδρας
και δευτερεύον στόχο το Νόβι Παζάρ. Οι Βούλγαροι κατέλαβαν την
Ανατολική Θράκη και η πορεία του βουλγαρικού στρατού ανακόπηκε μόνο στα
προάστια της Κωνσταντινούπολης. Οι Σέρβοι κινήθηκαν νότια και κατέλαβαν τα Σκόπια και το Μοναστήρι, όπου συνάντησαν τον ελληνικό στρατό αργότερα. Η Ελλάδα αποβίβασε στρατό στην Χαλκιδική,
αλλά το κύριο μέτωπο των δυνάμεών της κινήθηκε από Θεσσαλία προς
Μακεδονία μέσω του στενού του Σαραντάπορου. Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης
από τον ελληνικό στρατό (12 Νοεμβρίου/26 Οκτωβρίου 1912), ολοκληρώθηκε
και η προώθησή του στην Ήπειρο (μέχρι και την γραμμή
Αργυρόκαστρο-Κορυτσάς).
Εν τω μεταξύ τα υπό Οθωμανική διοίκηση νησιά του νοτιοανατολικού
Αιγαίου πέρασαν σε ελληνικά χέρια. Ο τουρκικός στόλος μόνο 2 φορές
προσπάθησε να βγει από τα στενά των Δαρδανελλίων για να απωθήσει τον ελληνικό (ναυμαχίες Έλλης και Λήμνου)
χωρίς όμως επιτυχία. Τον Ιανουάριο του 1913 έγινε πραξηκόπημα στην
Τουρκία και η νέα κυβέρνηση αποφάσησε να συνεχιστούν οι πολεμικές
επιχειρήσεις. Τελικά, όμως, αναγκάστηκε να συμμετάσχει στις
διαπραγματεύσεις ειρήνης και στην υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου, στις 17 Μαΐου 1913.
Β’ Βαλκανικός Πόλεμος
Παρόλο που οι βαλκανικές χώρες συμμάχησαν εναντίον ενός κοινού εχθρού
(της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), η συμμαχία τώρα δεν στηριζόταν σε
σταθερά θεμέλια και τελικά διασπάστηκε. Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος ξέσπασε
όταν η Βουλγαρία δεν μπορούσε να βρει μια κοινή γραμμή για την τύχη των
νεοκατακτηθέντων περιοχών, που βρίσκονταν υπό σερβική, ελληνική και
ρουμανική διοίκηση. Η δυσαρέσκεια των Βουλγάρων ήταν εμφανής, ιδαιτέρα
επειδή τους πρόλαβαν οι Έλληνες όσον αφορά στην κατάληψη της Θεσσαλονίκης.
Οι ίδιοι ζήτησαν από τους Έλληνες να εισέλθει ένα μικρό ένοπλο τμήμα
τους στην Θεσσαλονίκη, όμως το τμήμα αυτό ήταν κατά πολύ μεγαλύτερο από
τα συμφωνηθέντα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν εντάσεις. Σημειώθηκαν
γενικά διάφορα επεισόδια στα κοινά πια σύνορα των Βουλγάρων με τους
Έλληνες αλλά και με τους Σέρβους, και οι ένοπλες δυνάμεις όλων των
πλευρών ήταν σε ετοιμότητα.
Η Ελλάδα και η Σερβία υπέγραψαν σύμφωνο συμμαχίας
και από κοινού επιθέσεως σε περίπτωση που μία από τις δύο χώρες δεχτεί
επίθεση από τρίτη χώρα (19 Μαΐου/1 Ιουνίου 1913). Στις 16 Ιουνίου 1913, ο
Βούλγαρος Τσάρος Φερδινάνδος ο Α’ και ο Στρατηγός Σαβόφ, χωρίς
προηγούμενη έγκριση του κοινοβουλίου τους, κήρυξαν πόλεμο στην Σερβία
και την Ελλάδα. Επιτέθηκαν στον σερβικό στρατό στη Γευγελή και στον ελληνικό στη Νιγρίτα.
Ο σερβικός στρατός αντιμετώπισε υπεράριθμες αντίπαλες μονάδες και
καθηλώθηκε, όμως ο ελληνικός σημείωσε επιτυχίες και προώθησε τις θέσεις
του. Ο ελληνικός στρατός πέρασε σύντομα στην αντεπίθεση και επικράτησε
στην Μάχη Κιλκίς-Λαχανά. Αμέσως μετά διαχωρίστηκε σε δύο κατευθύνσεις: προς δυτικά στον ποταμό Νέστο και προς τον Στρυμόνα, επικρατώντας στην Μάχη Δοϊράνης και του Μπέλες. Όμως αυτό το τμήμα του προωθήθηκε προς τα βόρεια όπου και ακολούθησαν οι Μάχες Κρέσνας-Σιμιτλή-Τζουμαγιάς.
Την στιγμή εκείνη προτάθηκε ανακωχή, που τελικά την αποδέχτηκαν και οι
δύο πλευρές, καθώς υπήρχε και ο κίνδυνος της Ρουμανίας από βόρεια.
Καθώς η Βουλγαρία είχε ήδη ανοικτά μέτωπα, η Ρουμανία και η Οθωμανική
Αυτοκρατορία αποφάσισαν να επιτεθούν και αυτές. Η Ρουμανία κήρυξε τον
πόλεμο στις 27 Ιουνίου και συναντώντας ελάχιστη αντίσταση έφτασε 30
χιλιόμετρα έξω από την βουλγαρική πρωτεύουσα Σόφια. Με την Συνθήκη του Βουκουρεστίου τερματίστηκαν επίσημα οι συγκρούσεις.
Οι Τούρκοι ανακατέλαβαν την Αδριανούπολη από τους Βούλγαρους, που την είχαν χάσει κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο. Επίσης ανακατέλαβαν και όλη την Ανατολική Θράκη.
Οι συνέπειες των Βαλκανικών Πολέμων
Ο Α’ Βαλκανικός πόλεμος είναι για την Ελλάδα αντιστρόφως ανάλογος, με
τις απώλειες. Δηλαδή με μικρές απώλειες η Ελλάδα διπλασιάσθηκε.
Αντίστοιχα και η Σερβία εκπλήρωσε όλους τους αντικειμενικούς στόχους
της, ενώ η Βουλγαρία είχε πολύ μεγάλες απώλειες ειδικά στο μέτωπο της Αδριανούπολης μετά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο τον οποίο η ίδια προκάλεσε, δεν είχε μεγάλα εδαφικά κέρδη.
Το ελληνικό κράτος διπλασιάσθηκε και σε έκταση και σε πληθυσμό με
αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οι καλύτερες προϋποθέσεις για κοινωνική,
πολιτική και οικονομική ανάπτυξη. Ταυτόχρονα άλλαξε ριζικά και η δομή
του πληθυσμού, τόσο για το νέο Ελληνικό κράτος όσο και στο κομμάτι της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας που αποσπάστηκε από αυτήν. Δηλαδή, στην θέση
ενός ενιαίου οικονομικού χώρου ξαφνικά μπήκαν σύνορα, τα οποία επηρέασαν
π.χ. τους νομάδες κτηνοτρόφους οι οποίοι ήταν συνηθισμένοι να
μετακινούνται στον ενιαίο χώρο των Βαλκανίων. Ανάλογα επηρεάσθηκαν οι
Έλληνες έμποροι, που ήταν η αστική τάξη της εποχής. Μια λύση ήταν η
στροφή στη διοίκηση. Δηλαδή οι Έλληνες αστοί από έμποροι άρχισαν να
μετατρέπονται σε δημοσίους υπαλλήλους και να τοποθετούνται στον
διοικητικό μηχανισμό του νέου Ελληνικού κράτους στην θέση των
αποχωρούντων Μουσουλμάνων.
Ταυτόχρονα μεγάλος αριθμός πληθυσμού μετακινήθηκε από όλες και προς
όλες τις πλευρές. Υπολογίζονται σε περισσότερες από 400.000 οι Τούρκοι
που έφυγαν από την Οθωμανική, Ευρωπαϊκή αυτοκρατορία και πήγαν προς την
Τουρκία. Γενικά κυρίως μετά τον Β’ Βαλκανικό πόλεμο οι κάτοικοι των
εδαφών της τέως Ευρωπαϊκής Τουρκίας αισθάνονται απειλούμενοι από τον
αλυτρωτισμό των υπολοίπων εθνοτήτων και σε πολλές περιπτώσεις (κυρίως οι
φτωχότεροι) ακολουθούν τα στρατεύματα του έθνους τους. Υπάρχουν φιλμ
της εποχής που δείχνουν καραβάνια Σέρβων, Βουλγάρων, Τούρκων ή Ελλήνων
προσφύγων να ακολουθούν τα αντίστοιχα στρατεύματα μέχρι να ορισθούν τα
τελικά σύνορα.
Η Ελλάδα δέχθηκε και άλλα κύματα προσφύγων λόγω των διωγμών που υπέστησαν οι Έλληνες στη Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία.
Το Οθωμανικό κράτος ψάχνοντας υπεύθυνους για την ήττα ξέσπασε σε
διωγμούς εναντίον των Ελλήνων. Υπολογίζονται σε περισσότερους από
100.000 οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και αντίστοιχος αριθμός από
τη Μικρά Ασία οι πρόσφυγες που εξαναγκάστηκαν να φύγουν μετά τις
βιαιότητες.
Από κοινωνική άποψη με την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης αλλά και της
Μακεδονίας γενικότερα το Ελληνικό κράτος, από μονοεθνικό και αγροτικό,
γίνεται ξαφνικά πολυεθνικό αλλά και λόγω της ενσωμάτωσης των νέων εδαφών
αλλάζει κοινωνική δομή αποκτώντας περισσότερους αστούς και εργάτες.
Ενσωματώνονται (μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923) μεγάλες μάζες μουσουλμάνων, Εβραίων και σε πολύ μικρότερο βαθμό Σλάβων.
Η Μακεδονία πλησίαζε πιο πολύ στη Ευρώπη από τις υπόλοιπες περιοχές
του Ελληνικού κράτους. Υπήρχαν αστικά κέντρα αμιγώς ελληνικά κέντρα αλλά
και βλάχικα, όπως η Κλεισούρα
όπου σε αντίθεση με την επαρχία του Ελληνικού κράτους ήταν
εξοικειωμένοι με τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής, και βέβαια αυτό αντανακλάται
και στα ρούχα που φορούσαν. Στις αρχές του 20ου αιώνα οι νέες Ελληνίδες
ακόμη και στα χωριά της Μακεδονίας δεν φορούν πλέον τα παραδοσιακά ρούχα
και μάλιστα οι εύπορες αστές ντύνονται με την τελευταία λέξη της
γαλλικής μόδας.
Δηλαδή το Ελληνικό κράτος αστικοποιείται και ταυτόχρονα «κληρονομεί»
μεγάλες ομάδες εργατών λόγω των πόλεων της Μακεδονίας. Η Θεσσαλονίκη
ήταν εκείνη την εποχή η πιο ευρωπαϊκή πόλη του Ελληνικού κράτους με
μεγάλο εργατικό δυναμικό σημαντικό και αριθμητικά αλλά και από άποψη
οργάνωσης (federatión). Η Federatión,
η οποία είχε σαν βάση της, το εβραϊκό εργατικό στοιχείο, αλλά και
ομοϊδεάτες Έλληνες, Τούρκους ή Σλάβους σε μικρότερα ποσοστά, είναι πλέον
η πιο σημαντική εργατική οργάνωση που υπάρχει στο ελληνικό κράτος και
θα δώσει τον μεγαλύτερο όγκο στο σοσιαλιστικό εργατικό κόμμα που υπήρξε
πρόγονος του ΚΚΕ.
http://el.wikipedia.org
Επιλεξτε να γινετε οι πρωτοι που θα εχετε προσβαση στην Πληροφορια του Stranger Voice